Στις 24 Φεβρουαρίου, το ρωσικό κράτος ξεκινάει μια ευρείας κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση στα Ουκρανικά εδάφη, σπέρνοντας τη βία, τον θάνατο και τον πόνο που τα κράτη σκορπάνε όταν καταφεύγουν στο ανώτατο μέσο άσκησης εξουσίας και επιβολής, τη στρατιωτική ισχύ. Πολιτικοί στόχοι και υποδομές ισοπεδώνονται, άμαχοι χρησιμοποιούνται ως ανθρώπινες ασπίδες, ωμοί εκβιασμοί και τρομοκρατικές ενέργειες αποτελούν την φαρέτρα των κρατών εν καιρώ πολέμου, ενώ η αλήθεια θυσιάζεται στο βωμό χυδαίας προπαγάνδας. Με την έναρξη των εχθροπραξιών και παντελώς υποκριτικά, κέντρα εξουσίας και μεγαλοαφεντικά των ΜΜΕ στο δυτικό κόσμο αρχίζουν να αναπαράγουν το γνωστό παραμύθι περί κακών δράκων και καλών ιπποτών. Το φιλο-δυτικό αφήγημα αρχίζει να προπαγανδίζεται ασύστολα σε όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη-μέλη, συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού. Στο ρόλο των καλών ιπποτών είναι φυσικά τα «ειρηνοποιά» δυτικά κράτη με τις «φιλελεύθερες δημοκρατίες» και τα «προοδευτικά πολιτεύματα» ενώ στο ρόλο του κακού δράκου η «αυταρχική ρωσία». Ένα δίπολο που επιχειρεί να αποκρύψει ότι όλες οι εθνοκρατικές οντότητες διψάνε για έλεγχο και εξουσία, για διεύρυνση των σφαιρών επιρροής και για εξασφάλιση όλο και ευρύτερων πεδίων για οικονομική εκμετάλλευση από τα εκάστοτε αφεντικά. Ένα αφήγημα που υποκριτικά αποσιωπά τα εγκλήματα πολέμου, τις δολοφονίες, το ξεριζωμό και τους θανάτους αμάχων που οι δυτικοί σύμμαχοι έχουν επανειλημμένως διαπράξει τα τελευταία 30 χρόνια μέσα από «ανθρωπιστικές επεμβάσεις» και «αποκαταστάσεις της δημοκρατίας». Ο βομβαρδισμός της Γιουγκοσλαβίας από το ΝΑΤΟ το 1999, η εισβολή στο Αφγανιστάν από ΗΠΑ-Βρετανία το 2001, η εισβολή των ΗΠΑ και συμμάχων στο Ιράκ το 2003, ο βομβαρδισμός της Λιβύης από ΗΠΑ και Βρετανία το 2011, η συνενοχή των ΗΠΑ σε τακτικές λιμοκτονίας εναντίον αμάχων στην Υεμένη προς υποστήριξη των συμμάχων Σαουδαράβων πριγκήπων είναι μερικά από τα παραδείγματα εφαρμογής της δυτικής αντίληψης περί σταθερότητας, ευημερίας, και αυτοδιάθεσης των λαών: θάνατος και καταστροφή για να εξασφαλιστούν ευνοϊκά συμβόλαια για τις δυτικές πετρελαϊκές, τις κατασκευαστικές εταιρείες, τον έλεγχο διαδρομών υδρογονανθράκων, ή πώληση όπλων και υψηλής πολεμικής τεχνολογίας.
Η πραγματικότητα λοιπόν είναι πολύ πιο περίπλοκη και σε αυτήν καμία εθνοκρατική ή διακρατική οντότητα δεν είναι άμοιρη ευθυνών. Τα τελευταία χρόνια βρισκόμαστε σε μια φάση όπου οι παγκόσμιοι γεωστρατηγικοί συσχετισμοί οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος επανακαθορίζονται. Από τη μία έχουμε το δυτικό μπλοκ στρατιωτικής και οικονομικής ισχύος που κινείται μέσα από τους διακρατικούς οργανισμούς του (ΝΑΤΟ-ΕΕ-ΔΝΤ-ΠΟΕ) ή ενίοτε οι ΗΠΑ μόνες τους και από την άλλη μια άτυπη ανατολική συμμαχία Ρωσικής ομοσπονδίας και Κίνας όπου το κάθε κράτος έρχεται να διεκδικήσει το μερίδιο που θεωρεί ότι του αναλογεί.
Το δυτικό μπλοκ και το στρατιωτικό του σκέλος, το ΝΑΤΟ, από τη διάλυση της σοβιετικής ένωσης και μετά, πραγματοποιεί μια διαρκή επέκταση προς την ανατολή προκειμένου να περικυκλώσει τη Ρωσία και να αποδυναμώσει την επιρροή της στα κράτη του πρώην ανατολικού μπλοκ. Με τέσσερις διευρύνσεις από το 1997 (και παρ’ ότι είχε δεσμευθεί για μη επέκταση προς την ανατολή στις διαπραγματεύσεις για τη διάλυση της σοβιετικής ένωσης – η περίφημη συνθήκη του 2 ± 4 που υπογράφτηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1990 μεταξύ Αν. και Δυτ. Γερμανίας, ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Η.Β. και Γαλλίας) περιλαμβάνοντας χώρες της ανατολικής ευρώπης, έχει φθάσει στο σημείο να εγκαθιστά βάσεις και πυρηνικά όπλα σε ακτίνα βολής από τα ρωσικά σύνορα. Με την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας το 2020, 13 κράτη του πρώην ανατολικού μπλοκ αποτελούν πλέον μέλη του. Επίσης, δε λείπει η στήριξη προς καθεστώτα φιλοδυτικά και αντιρωσικά, τακτική που ακολουθούταν από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης με την υποστήριξη π.χ. των Αφγανών Μουτζαχεντίν κατά την εισβολή της Σοβιετικής Ένωσης στο Αφγανιστάν ή την υποστήριξη του Ισλαμικού Κράτους εναντίον του φιλορωσικού καθεστώτος Άσαντ στη Συρία ή την στήριξη του Ευρωμαϊνταν στην Ουκρανία το 2014.
Το ρωσικό κράτος από την άλλη, κατά τη διάρκεια της πολιτικής μονοκρατορίας του Πούτιν, επιχειρεί την ανασύσταση της πολιτικής και οικονομικής σφαίρας επιρροής που απώλεσε με τη διάλυση της ΕΣΣΔ, μέσα από τη στρατιωτική ενίσχυση και την οικονομική διεύρυνση. Αυτό εκφράζεται με την μορφή της ευρασιατικής οικονομικής ένωσης (Ρωσία, Λευκορωσία, Καζακστάν, Αρμενία, Κιργιστάν), η οποία έχει τάση διεύρυνσης και ιδανικά θα πρέπει να περιλαμβάνει και την Ουκρανία. Πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, που κατά κανόνα μοιράζονται σύνορα με το ρωσικό κράτος, και που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό εξαρτώνται από αυτό, αποτελούν μέρος της. Δε χρειάζεται να επισημάνουμε πως η οικονομική ένωση που παρουσιάζεται ώς ελεύθερη και ισότιμη στην πραγματικότητα κουμάντο κάνει το ρωσικό κράτος. Ταυτόχρονα φυγόκεντρες τάσεις (που πηγάζουν από κατά τόπους εθνικισμούς μέσα στην αχανή και εθνολογικά ανομοιόμορφη ρωσική ομοσπονδία) πατάσσονται με σιδηρά πυγμή. Υπενθυμίζουμε π.χ. τη διπλή εισβολή της Ρωσίας στη Τσετσενία, το 1994 και το 2000, όπου διεκδικούσε την ανεξαρτησία από το ρωσικό κράτος, όπου και οι δύο κατέληξαν στην ισοπέδωση της πρωτεύουσας Γκρόζνυ και σε εκατόμβες νεκρών αμάχων. Ακόμη και η πρόσφατη αναταραχή στο Καζακστάν που ξέσπασε μετά την άνοδο της τιμής της βενζίνης αποτέλεσε άλλο ένα πεδίο άσκησης εξουσίας από τον Πούτιν, ο οποίος συνέδραμε τον πρόεδρο Τακάγιεφ με στρατιωτικές δυνάμεις στην καταστολή της εξέγερσης που κόστισε την ζωή 164 ανθρώπων. Για τον Πούτιν, οι ταραχές είχαν σκοπό να αποσταθεροποιήσουν την ένωση. Αλλά και η πολιτική διαμαρτυρία εντός της Ρωσικής επικράτειας αντιμετωπίζεται με διώξεις και φυλακίσεις αντιφρονούντων, όπως οι διαμαρτυρόμενοι για το πόλεμο στην Ουκρανία που φυλακίστηκαν κατά εκατοντάδες. Η στρατηγική αυτή τυγχάνει και ιδεολογικής κάλυψης από διάφορα think tanks που υποστηρίζουν τη σύσταση μιας μεγάλης ευρασιατικής αυτοκρατορίας με επικεφαλής τη Ρωσία.
Η τρέχουσα εισβολή της ρωσικής ομοσπονδίας στα ουκρανικά εδάφη αποτελεί ένα κομβικό σημείο αυτής της διένεξης αλλά σίγουρα δεν αποτελεί το μοναδικό. Το 2008, με αφορμή την προστασία ρωσόφωνων πληθυσμών της νότιας Οσσετίας και της Αμπχαζίας (εδάφη που κατά τους δυτικούς ανήκουν στη Γεωργία) και μετά τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι όπου επαναδιατυπώθηκαν τα σχέδια για ένταξη της Γεωργίας στο ΝΑΤΟ, η ρωσική ομοσπονδία εισέβαλε στη Γεωργία εγκαθιδρύοντας στρατιωτικό έλεγχο στις δύο επαρχίες, κάνοντας ξεκάθαρο πως θα καταφύγει στη στρατιωτική ισχύ για να αντιμετωπίσει το ΝΑΤΟ. Στρατιωτική ισχύ εξαπέλυσε και κατά τη διάρκεια του πολέμου στη Συρία προκειμένου να διατηρήσει στην εξουσία το φιλορωσικό καθεστώς Άσαντ.
Η Ουκρανία αποτελεί ακόμη ένα πεδίο όπου παίρνουν σάρκα και οστά οι διακρατικοί ανταγωνισμοί των δύο μπλοκ. Το 2014, παραμονές των γεγονότων του Ευρωμαϊνταν, η Ουκρανία βρισκόταν στο χείλος της χρεοκοπίας και τα δύο μπλοκ ανταγωνίζονταν πιο θα προσφέρει το ανταγωνιστικότερο «πακέτο διάσωσης» (δηλαδή ποιό θα εξασφαλίσει την εξάρτηση και εκμετάλλευση της Ουκρανίας). Το κίνημα που ανέτρεψε τον φιλορώσο πρόεδρο Γιανουκόβιτς το 2014, όταν εκείνος υπέγραψε τη συμφωνία με το Κρεμλίνο, υποστηρίχτηκε ανοικτά από τη Δύση η οποία παρείχε στους ανατροπείς, συμπεριλαμβανομένων των φασιστικών/νεοναζιστικών ταγμάτων, στρατιωτική εκπαίδευση, πολεμικό υλικό και πολιτική αναγνώριση και έφερε στην εξουσία έναν ακόμη φιλοδυτικό ολιγάρχη βιομήχανο, τον Ποροσένκο. Τα γεγονότα έδειξαν πως οι δυτικοί σύμμαχοι δεν διστάζουν να παραβιάσουν ούτε και σε Ευρωπαϊκό έδαφος την αρχή του υποτιθέμενου σεβασμού στις επιλογές εκλεγμένων κυβερνήσεων αν αυτό προωθεί τα συμφέροντά τους. Το συγκεκριμένο καθεστώς μάλιστα διακρίνεται για τα έντονα εθνικιστικά και νεοναζιστικά του χαρακτηριστικά. Με την ανάληψη της εξουσίας το Ουκρανικό καθεστώς έσπευσε να απαγορεύσει τη ρωσική, ουγγρική και ελληνική γλώσσα στην επικράτειά του, κάνοντας σαφείς τις προθέσεις του απέναντι σε όποιο πληθυσμό απειλεί την «εθνική καθαρότητα» ενώ οι επαρχίες του Ντονμπάς βρίσκονται έκτοτε υπό πολεμική απειλή με συνεχή χτυπήματα έναντι αμάχων ενώ ένα φιλορωσικό αυτονομιστικό κίνημα ελέγχει από τότε τις περιοχές.
Τα οικονομικά συμφέροντα και οι δυτικές επενδύσεις στην Ουκρανία είναι πολλά ενώ από το 2014 έχει επιταχυνθεί η διαδικασία εκποίησης των οικονομικών πόρων με τη δημιουργία μηχανισμών σε στυλ ΤΑΙΠΕΔ, διευκολύνοντας το ξεπούλημα σε ντόπιους και διεθνείς ολιγάρχες. Ενδεικτικά, η Ουκρανία βρίσκεται σε μία από τις υψηλότερες θέσεις στον κόσμο στην εξόρυξη σιδήρου, τιτανίου, ουρανίου κ.α. ενώ δυτικοί επιχειρηματικοί κολοσσοί των εξορύξεων και των οικοδομικών προϊόντων κάνουν χρυσές μπίζνες στη περιοχή. Ένα χρυσορυχείο σε στρατηγική θέση έναντι του ανατολικού αντιπάλου μπορεί να εξηγήσει την υποκίνηση και ένταση των εθνικισμών, τις προσπάθειες για να μετατραπεί μια χώρα σε ακόμη μία τεράστια βάση του ΝΑΤΟ και το τελικό αποτέλεσμα είναι καταστροφή, θάνατος και προσφυγιά.
Πολύ συχνά πλέον γινόμαστε μάρτυρες πολεμικών συγκρούσεων που εκτείνονται πέραν των περιοχών παραδοσιακής λεηλασίας και καταπίεσης του δυτικού μπλοκ ισχύος (δηλαδή των περιοχών της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής) αλλά φθάνουν μέχρι την Ευρωπαϊκή ήπειρο. Οι στρατιωτικοί προϋπολογισμοί φουσκώνουν (χαρακτηριστική είναι η ιστορική στροφή του Γερμανικού κράτους που για πρώτη φορά μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο παίρνει απόφαση σοβαρής αύξησης των εξοπλιστικών κονδυλίων του) και οι πολεμοχαρείς φωνές γίνονται όλο και πιο έντονες. Τα τελευταία χρόνια ακούμε συνεχώς από τα συστημικά ΜΜΕ αλλά και από επίσημα χείλη για την ανάγκη δημιουργίας Ευρωστρατού, για την ανάγκη να αποτυπωθεί στρατιωτικά η οικονομική δύναμη της Ευρώπης και άλλα τέτοια πολεμοχαρή που σκοπό έχουν να προετοιμάσουν τους εκμεταλλευόμενους για νέους κύκλους βίας. Το ελληνικό κράτος μάλιστα πρωτοστατεί σε αυτές τις φωνές προκειμένου να εξασφαλίσει τα συμφέροντά του έναντι του τουρκικού. Μέσα σε αυτό το κλίμα, το ντόπιο καθεστώς έσπευσε να στείλει όπλα στην ουκρανική κυβέρνηση βεβαιώνοντας για ακόμη μια φορά τη τυφλή συστράτευση του με τη δυτική συμμαχία και αφότου έχει σταθερά την τελευταία δεκαετία μετατρέψει την επικράτειά του σε στρατιωτική βάση των ΗΠΑ. Στον απόηχο της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, το γερμανικό κράτος αποφάσισε να χρηματοδοτήσει το γερμανικό στρατό με 100δις ευρώ, μια εξέλιξη που ξυπνάει μνήμες παγκοσμίου πολέμου, ενώ λίγο νωρίτερα ΗΠΑ-Βρετανία-Αυστραλία ανακοινώνουν αναβάθμιση του στόλου τους στον Ινδικό με το μάτι στραμμένο προς την Κίνα και τις κινήσεις της στη θάλασσα της νότιας κίνας και στην Ταϊβάν.
Τα καλέσματα για εθνική συστράτευση είναι πλεόν συνεχή. Με κάθε αφορμή και αιτία, τα πάντα παρουσιάζονται ως εθνικές απειλές. Μια αλλεπάλληλη διαδοχή «κρίσεων» και «μετώπων» έρχεται να δημιουργήσει σύγχυση στους από τα κάτω αποκρύπτοντας τις πραγματικές αιτίες των δεινών τους που δεν είναι άλλες από το ίδιο το σύστημα καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Η «οικονομική κρίση», η «μεταναστευτική κρίση», η «ενεργειακή κρίση», ο κορονοϊός, αντιμετωπίζονται όλα με πολεμικά διαγγέλματα και καλέσματα σε ενότητα. Τα όρια μεταξύ πολέμου και ειρήνης γίνονται όλο και πιο θολά με την αστυνομοκρατία, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, τους στρατιωτικούς νόμους και τις απαγορεύσεις κυκλοφορίας να βρίσκονται σε ημερήσια διάταξη.
Εμείς αρνούμαστε να συνταχθούμε σε οποιαδήποτε μπάντα εξουσιαστών. Ο μόνος ρόλος που θα πρέπει να αναλάβουμε στις πολεμικές προετοιμασίες είναι εκείνος του σαμποτέρ της εθνικής ενότητας και των πολεμικών μηχανών. Ο εχθρός μας βρίσκεται εδώ, εντός των τειχών. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι στα σφαγεία του πολέμου στέλνονται οι προλετάριες και οι καταπιεσμένες και κανένας εξουσιαστής προνομιούχος. Όσο το σύστημα εκμετάλλευσης μας χωράει στην «ειρήνη» του, άλλο τόσο μας χωράει και στον πόλεμο του. Δεν μας χωρίζει τίποτα με τους καταπιεζόμενους και εκμεταλλευόμενες εκτός των γαλανόλευκων κρατικών συνόρων και δεν μας ενώνει τίποτα με τους καταπιεστές μας, κανένα έθνος, καμία πατρίδα και κανένας θεός. Μοναδική μας πατρίδα είναι η κοινωνική επανάσταση, η ειρηνική συνύπαρξη δίχως εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Ανυποταξία στους στρατιωτικούς σχεδιασμούς τους
Πόλεμο στον πόλεμο των αφεντικών
Σαμποτάζ στις κρατικές πολεμικές μηχανές
Δε θα γίνουμε κρέας για οβίδες, πάντα θα προδίδουμε έθνη και πατρίδες