Μέσα σε ένα παγκόσμιο τοπίο το οποίο συνθέτουν ο πόλεμος, οι οικονομικές και στρατιωτικές επεμβάσεις, η όξυνση των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών για τον παγκόσμιο έλεγχο και την ηγεμονία, η λεηλασία του φυσικού περιβάλλοντος και των ανθρώπινων κοινωνιών, γίνεται περισσότερο κατανοητό τώρα παρά ποτέ, ότι η εξαθλίωση, η πλήρης υποταγή και η εξόντωση μας αποτελούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την διαιώνιση του συστήματος. Το μοναδικό μέλλον που έχουν να μας προσφέρουν ο καπιταλισμός και κάθε κρατική μορφή οργάνωσης είναι η καταστροφή και ο θάνατος.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις στα διάφορα σημεία του πλανήτη και κυρίως στο συριακό έδαφος δεν αποτελούν μια μεμονωμένη σύγκρουση, είναι η συμπύκνωση των ενδοκυριαρχικών ανταγωνισμών για τον παγκόσμιο έλεγχο και την ηγεμονία. Στην Σύρια εμπλέκονται οι δύο μεγάλες δυνάμεις Η.Π.Α., με τη σύμμαχο τους Ε.Ε. (μέλος της οποίας είναι και το ελληνικό κράτος) και η Ρωσία, καθώς και περιφερειακές δυνάμεις όπως η Τουρκία, το Ιράν, η Σαουδική Αραβία, οι οποίες επιθυμούν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μερίδα από το διαφαινόμενο ξαναμοίρασμα του κόσμου. Και αν οι Η.Π.Α. συνεχίζουν να διατηρούν την πρωτοκαθεδρία τόσο στο δυτικό μπλοκ εξουσίας (ΝΑΤΟ-Ε.Ε.) όσο και παγκόσμια, τα τελευταία χρόνια φαίνεται να συντελούνται (για διάφορους λόγους) κραδασμοί στην παντοδυναμία τους, κάτι που έχει κάνει τον βασικό τους αντίπαλο τη Ρωσία να πιστεύει ότι οι συσχετισμοί δύναμης μπορούν να αλλάξουν προς όφελός της.
Παράλληλα, η αλλαγή των γεωπολιτικών συσχετισμών ισχύος καθορίζει τις κινήσεις και τις συμμαχίες μιας σειράς κρατών, λιγότερο ή περισσότερο ισχυρών, με στόχο περισσότερη εξουσία και πλούτο. Αυτό μας δείχνουν και τα όσα συμβαίνουν στην νοτιοανατολική Μεσόγειο με φόντο τις Α.Ο.Ζ. (Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες), όπου το ελληνικό κράτος έχει συνάψει συμφωνίες με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και την Κύπρο μεταξύ άλλων και για την εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων στα νότια της κυπριακής νήσου, ενώ ταυτόχρονα μέσω των συμμαχιών του επιδιώκει να ενισχύσει τη θέση του τόσο στην ευρύτερη περιοχή, όσο και απέναντι στο τουρκικό κράτος, σε αυτήν την ανέκαθεν «ανταγωνιστική γειτνίαση». Σε αυτήν την κατεύθυνση το ελληνικό κράτος, ως μέλος του ΝΑΤΟ, παρέχει οτιδήποτε του ζητηθεί προκειμένου να ενισχυθούν οι υπάρχουσες αμερικανο-νατοϊκές στρατιωτικές βάσεις (Σούδα, Άραξος) και να εγκατασταθούν νέες, όπως στην πόλη της Λάρισας ή στην Αλεξανδρούπολη.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο επανήλθε το μακεδονικό ζήτημα εξαιτίας της επιδιωκόμενης διεύρυνσης της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, δύο υπερκρατικών μηχανισμών οικονομικής και στρατιωτικής επιβολής. Η Ελλάδα είναι ήδη μέλος των δύο αυτών μηχανισμών και η Μακεδονία επιδιώκει την ένταξή της. Μέσω της διαπραγμάτευσης, για το όνομα και τα δύο κράτη στοχεύουν να πετύχουν πιο ευνοϊκούς όρους και να ισχυροποιήσουν τη θέση τους το ένα απέναντι στο άλλο εντός της μελλοντικής τους συμμαχίας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Ταυτόχρονα, καθοριστικές για την διαμόρφωση της κατάστασης και της επανεκκίνησης του «μακεδονικού ζητήματος» είναι οι επιδιώξεις τόσο του ελληνικού κεφαλαίου, για περαιτέρω επέκταση στην γείτονα χώρα, όσο και του ελληνικού κράτους για την προστασία και προώθηση των οικονομικών του συμφερόντων και την ηγεμονία στην ευρύτερη περιοχή. Ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και τον ρόλο του τουρκικού κράτους, το οποίο επιχειρεί να προωθήσει τους δικούς του σχεδιασμούς τόσο στα Βαλκάνια όσο και στη Μέση Ανατολή. Δηλαδή το θέμα ξανάνοιξε για την εξυπηρέτηση των οικονομικών, στρατιωτικών και πολιτικών συμφερόντων των κυρίαρχων. Για αυτό υποκινούνται οι εθνικισμοί και από τις δύο πλευρές των συνόρων και δημιουργείται πόλωση.
Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό της Ελλάδας η κυβέρνηση Σύριζα-Ανελ έχει αναλάβει, με μεγάλη επιτυχία, τη συνέχιση της επίθεσης στους από τα κάτω ενώ διατηρεί και εμπεδώνει την εθνικιστική ιδεολογία. Η αριστερή διαχείριση έχει περάσει «αναίμακτα» το 3ο μνημόνιο, την επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, το κλείδωμα των αποταμιεύσεων για την προστασία των τραπεζών, τη μείωση των συντάξεων, την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, την κυριακάτικη εργασία στο εμπόριο, τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς και τις κατασχέσεις σπιτιών πρώτης κατοικίας, την ιδιωτικοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Και ενώ πανηγυρίζει για «το τέλος των μνημονίων» (δηλαδή την πανηγυρική εφαρμογή τους μέχρι κεραίας) σπεύδει να ανακοινώσει προεκλογικές παροχές προς άγραν ψήφων, αφήνοντας ανέπαφο όλο τον πυρήνα των νόμων και των υπουργικών αποφάσεων μέσω των οποίων συνεχίζεται η καταλήστευση της κοινωνικής πλειοψηφίας. Παράλληλα, εντείνεται ο έλεγχος και η καταπίεση μέσω της χρήσης υπερσύγχρονων ηλεκτρονικών συστημάτων, την δημιουργία τράπεζας DNA, την τοποθέτηση καμερών σε κάθε γωνία, τον έλεγχο των οικονομικών συναλλαγών, τον περιορισμό του πλαισίου της «νόμιμης» διαμαρτυρίας, την καταγραφή των μετακινήσεων μέσω του ηλεκτρονικού εισιτηρίου, την ηλεκτρονική ταυτότητα, τη στρατιωτικοποίηση της καταστολής, την κατά το δοκούν διεύρυνση της «αντι»-τρομοκρατικής νομοθεσίας, την στρατιωτική διαχείριση των μεταναστευτικών κυμάτων (το ΝΑΤΟ να περιπολεί στα θαλάσσια σύνορα), την στοίβαξη όλο και περισσότερων μεταναστριών-ών στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Όλα αυτά φυσικά στο όνομα της εθνικής ενότητας, η οποία επιτάσσει θυσίες και υπομονή για να έρθει η ανάκαμψη της οικονομίας και διανθισμένα με τη ρατσιστική ρητορική, την τρομοϋστερία που οδηγούν στην στοχοποίηση των πιο αδύνατων κοινωνικά ομάδων. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι την στιγμή που νομοθετούνται όλο και πιο αυταρχικοί νόμοι οι οποίοι εντείνουν συνεχώς την εξαθλίωση, τον έλεγχο, την εκμετάλλευση, τους αποκλεισμούς και οδηγούν όλο και μεγαλύτερα κοινωνικά κομμάτια στην περιθωριοποίηση, το κράτος επιχειρεί να μας αποπροσανατολίσει, προσπαθώντας να συμφιλιώσει εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους κάτω από την φαντασιακή κοινότητα του έθνους και να μας πείσει ότι ο εχθρός είναι εθνικός και όχι ταξικός. Και αυτή η συνθήκη εξυπηρετεί κάθε επίδοξο πολιτικό διαχειριστή, από την κυβέρνηση μέχρι τους φασίστες, καθώς όλοι αποσκοπούν στη δημιουργία ενός πειθήνιου, ελεγχόμενου φοβισμένου και υπάκουου κοινωνικού συνόλου το οποίο θα ακολουθεί πιστά τις άνωθεν εντολές και θα εφαρμόζει τους εξουσιαστικούς σχεδιασμούς. Έτσι λοιπόν από την μια οι κυβερνώντες εκμεταλλεύονται τα εθνικιστικά συλλαλητήρια ως μοχλό πίεσης στις διαπραγματεύσεις, εντείνουν την πατριωτική ρητορική «ψαρεύοντας» ψήφους στα θολά νερά του εθνικισμού και ταυτόχρονα συσπειρώνουν το «δημοκρατικό» κοινό τους, ενώ στην αντίπερα όχθη οι κάθε λογής δεξιοί και φασίστες τα χρησιμοποιούν για να συσπειρωθούν υπό τη σκέπη του πατριωτισμού, της εθνικής ενότητας και της ύπαρξης ενός φαντασιακού εξωτερικού εχθρού ώστε να νομιμοποιήσουν την ύπαρξή τους και να διεκδικήσουν μεγαλύτερο κομμάτι δημόσιου χώρου και εξουσίας.
Το μακεδονικό αποτέλεσε την αφορμή για να ενεργοποιηθούν όλα τα συντηρητικά αντανακλαστικά ενός μεγάλου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας, ενώ τα εθνικιστικά συλλαλητήρια υπήρξαν το πρόσφορο έδαφος για να αναδυθεί όλος ο φασιστικός βούρκος. Οι συμμετέχοντες στα συλλαλητήρια, βρέθηκαν πλάι πλάι με ακροδεξιούς κομματικούς, με νεοναζί, με στρατιωτικούς, με την εκκλησία και με πολλές άλλες γραφικές παρουσίες του ακροδεξιού θιάσου, ισχυροποιώντας και κοινωνικοποιώντας το δόγμα ΠΑΤΡΙΣ-ΘΡΗΣΚΕΙΑ-ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, τον εθνικισμό ντυμένο στο ανάλαφρο σάλι του πατριωτισμού και τις φασιστικές ομάδες κρούσεις. Έτσι δημιουργήθηκε από τα πάνω η κατάλληλη συνθήκη για να ανάδυθεί το εθνικιστικό μίσος, ο ρατσισμός και ο κοινωνικός κανιβαλισμός. Οι φασιστικές γκρούπες ως πιστοί εξυπηρετητές του συστήματος και θιασώτες του “διαίρει και βασίλευε” βρήκανε χώρο και μέσω των εθνικιστικών μαζώξεων πραγματοποίησαν επιθέσεις, πάντα με τις πλάτες της αστυνομίας, σε χώρους αντίστασης και ελευθερίας (ΕΚΧ σχολείο, εμπρησμός κατάληψης Libertatia, κατειλημμένο θέατρο Εμπρός, κατάληψη πρώην ΠΙΚΠΑ). Εντέλει τα συλλαλητήρια λειτούργησαν σαν μια συμφωνική ορχήστρα όπου ο όχλος-χυλός πατριωτών ψηφοφόρων, ψεκασμένων, χριστιανοταλιμπάν, μακεδονομάχων και απολιτίκ πανηγυρτζήδων με μαεστρία αβάνταρε το εθνικιστικό κρεσέντο και την γραμμή κρούσης, τα πρώτα βιολιά, τους νεοναζί της χρυσής αυγής, τους φασίστες χούλιγκαν. Αδιαμφισβήτητα ο μεγάλος κερδισμένος των συλλαλητηρίων ήταν και είναι ο φασισμός που έκανε επίδειξη ηγεμονίας φορώντας μανδύα πατριωτισμού.
Ο φασισμός αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του πάζλ που συνθέτουν οι κυβερνώντες και τα «δημοκρατικά τόξα», οι δικαστές, οι μπάτσοι. Λειτουργεί ως ο πιο πιστός υπηρέτης του κεφαλαίου τόσο στο κοινοβούλιο (κατάργηση 8ώρου, μέτρα υπέρ των εφοπλιστών…) όσο και στους δρόμους (απεργοσπαστικοί μηχανισμοί, εργοδοτικά σωματεία…). Είναι απαραίτητο εργαλείο της εξουσίας ενάντια στους «παρείσακτους» (επιθέσεις σε καταλήψεις στέγης, σε μετανάστες-τριες, σε οποιονδήποτε δεν χωράει στην ιδεοληψία τους). Αποτελεί το μακρύ χέρι της καταστολής και τον παρακρατικό μηχανισμό που χρειάζεται ο κάθε κρατικός Λεβιάθαν για να τρομοκρατήσει, να ελέγξει και να εξουδετερώσει όσους αμφισβητούν την καθεστηκυία τάξη (επιθέσεις σε κοινωνικούς χώρους αγώνα, σε αγωνιστές-τριες). Οι φασίστες είναι γνήσιοι αντιπρόσωποι του υποκριτικού αστικοδημοκρατικού καθεστώτος (πουλούν «στημένο» ανθρωπισμό στα κανάλια εν μέσω καταστροφής, ενώ μέλη τους πλιατσικολογούν στα καμένα).
Ο Σάμιουελ Τζόνσον είπε κάποτε: «ο πατριωτισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των απατεώνων». Εμείς λέμε σήμερα: «όσο πιο πολύ σου κλέβουν τη ζωή τόσο σε ταΐζουν με έθνος και φυλή». Το δίλημμα που πρέπει να τεθεί σε όλους και όλες είναι: ή θα είμαι με την εξουσία που μιλάει για πατριωτική ευθύνη και καλεί σε εθνική συνοχή ή θα είμαι με το αγωνιστικό και ανατρεπτικό κομμάτι της κοινωνίας. Γιατί ο εχθρός δεν είναι εθνικός, είναι ταξικός. Για αυτό ο δικός μας αγώνας είναι ενάντια στο κράτος, το κεφάλαιο και τις φασιστικές εφεδρείες τους. Ο δικός μας αγώνας είναι αντιφασιστικός και αντιθεσμικός. Δεν διεξάγεται στα κοινοβούλια-στα κομματικά γραφεία-στις δικαστικές αίθουσες γιατί εκεί εκτρέφεται ο φασισμός και στηρίζεται από το κεφάλαιο ως το όπλο για την επιβολή του επάνω στους καταπιεσμένους και τους εκμεταλλευόμενους. Ο δικός μας αγώνας διεξάγεται στους δρόμους, στις σχολές και τα σχολεία, στους χώρους δουλειάς, τις πλατείες και τα γήπεδα, οργανώνεται από τους ίδιους τους καταπιεσμένους και διεξάγεται με τα όπλα που εκείνοι επιλέγουν με γνώμονα την αλληλεγγύη και την ισότητα, αυτοοργανωμένα και αντιϊεραρχικά. Ο δικός μας αγώνας είναι διεθνιστικός, ενάντια σε πατρίδες και σύνορα, ενάντια στον εθνικισμό, την μισαλλοδοξία. Ο δικός μας αγώνας είναι ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση ανθρώπου από άνθρωπο, για ένα κόσμο ισότητας, αλληλεγγύης, δικαιοσύνης και ελευθερίας.
Κοινότητες αγώνα ντόπιων και μεταναστών ενάντια στους εθνικισμούς, τον φασισμό, την μισαλλοδοξία και τον πόλεμο, για την ανατροπή της κρατικής και καπιταλιστικής βαρβαρότητας, για την κοινωνική επανάσταση, για την αναρχία και τον κομμουνισμό.
αναρχική συλλογικότητα Vogliamo tutto e per tutti