Την τρέχουσα εβδομάδα που παρέδωσα το κείμενο προς πληκτρολόγηση συνέβησαν ορισμένα γεγονότα εξαιρετικής συμβολικής σημασίας. Η επίσκεψη Τσίπρα στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης που αποσαφηνίζει το κατασταλτικό δόγμα της νέας κυβέρνησης, η ΠΝΠ που κάνει αποδεκτό το καθεστώς έκτακτης ανάγκης, οι απολογητικές διαβεβαιώσεις στις ΗΠΑ για το θέμα του Σάββα Ξηρού, που νομιμοποιούν τις εκ των έξω παρεμβάσεις, συνθέτουν μια εικόνα που αντανακλάται στη συλλογιστική του κειμένου.Ξεκίνησα να γράφω αυτό το κείμενο από την επομένη των εκλογών και την ανάληψη της εξουσίας από τον Σύριζα. Η μεσολάβηση της απεργίας πείνας, η οποία υπήρξε επιβαρυντική και επικίνδυνη για την υγεία μου, δημιούργησε ένα δημιουργικό κενό ικανό να επιβεβαιώσει τις αρχικές μου σκέψεις. Αν και το διάστημα αυτό υπήρξε ιδιαιτέρως ρευστό πολιτικά, επέλεξα να αφήσω την αρχική φόρμα του κειμένου για να αναδείξω τα χνάρια αυτής της ρευστότητας πάνω στο χρόνο. Αν και η δυναμική των γεγονότων δεν μπορεί να αποκλείσει κανένα απολύτως ενδεχόμενο, είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι ο Σύριζα θα κάνει αυτό που του υπαγορεύει η πολιτική του φυσιογνωμία. Θα συμφωνήσει σε ένα νέο μνημόνιο, κάτι που ωστόσο μένει να αποδειχτεί.
Το στρατηγικό αδιέξοδο της κυβέρνησης της Αριστεράς
και η μεγάλη ευκαιρία της Αναρχίας
Η συζήτηση για την κρίση στην Ελλάδα έχει ομολογουμένως κοινά αποδεκτή μια αρχική παραδοχή. Ότι η ιδιαιτερότητα που μεγέθυνε και αυτονόμησε αυτήν την κρίση από την ευρωπαϊκή έγκειται στην έκρηξη των επιμέρους εγχώριων κρίσεων. Οι υπόλοιπες χώρες του Νότου που αντιμετώπισαν τις συνέπειες της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης του 2008 μπήκαν σε καθεστώς μνημονίου και ελέγχου από την Τρόικα, αλλά με ταχύτερο ή βραδύτερο τρόπο επέδειξαν μια προσαρμογή και ξαναδανείζονται σήμερα από τις αγορές. Το εύλογο ερώτημα που γεννιέται σήμερα, λοιπόν, είναι γιατί η Ελλάδα, που υπήρξε ο πιο υπάκουος μαθητής αυτά τα πέντε χρόνια, αντιμετωπίζεται ως κράτος-παρίας. Υπήρξε το πρόγραμμα μια αποτυχημένη φόρμουλα διάσωσης ή οι Έλληνες είναι ένας ανυπότακτος απαίδευτος λαός ανίκανος να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της τεχνοκρατικής πρωτοπορίας; Υπήρξε το μνημόνιο ο λόγος της βαθιάς ύφεσης ή οι τρεις απερχόμενες μνημονιακές κυβερνήσεις δεν προχώρησαν όσο θα έπρεπε στον πυρήνα των μεταρρυθμίσεων; Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, καθώς και σ’ αυτά που έχουν γεννηθεί μετά την επικράτηση του Σύριζα στις εκλογές του Γενάρη, θα πρέπει να διακριβώσουμε τι ακριβώς είναι το μνημόνιο. Από αυτό το πρωταρχικό βήμα μπορούμε να ακολουθήσουμε όλη τη συλλογιστική πορεία μέχρι το «σκίσιμό» του, καθώς και να αξιολογήσουμε όσους διατείνονται ότι μπορούν να το κάνουν. Απαντώντας σ’ αυτά τα ερωτήματα επαναπροσδιορίζουμε τη θέση μας απέναντι στην κυβέρνηση της Αριστεράς με ακρίβεια, χωρίς να πελαγοδρομούμε ανάμεσα στις ιδιότητές μας ως μέρους της κοινωνίας που «παίρνει μια ανάσα» και ως πολιτικά μάχιμων απέναντι στους νέους διαχειριστές της κρίσης.
Το 2010, το ελληνικό κράτος, έχοντας εφαρμόσει επί δεκαετίες ένα οικονομικό μοντέλο ασύμβατο με τις προδιαγραφές της ευρωζώνης -όμως κάτω από τις ευλογίες της- χρεοκόπησε. Η δίδυμη αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του εξωτερικού χρέους, που πριν από το ευρώ χρηματοδοτούνταν από την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος και τον πληθωρισμό, έφτασε στα όριά της όταν η παγκόσμια οικονομική κρίση έκανε το χρηματοπιστωτικό σύστημα να αποσύρει την έκθεσή του στον ευρωπαϊκό Νότο. Έτσι, με τις αγορές να σορτάρουν πάνω στην κρίση της ευρωζώνης και τον κίνδυνο της στάσης πληρωμών των ελληνικών ομολόγων, η Ε.Ε., η Ε.Κ.Τ. και το Δ.Ν.Τ. ανέλαβαν την αποπληρωμή του χρέους μιας σειράς χωρών μέσω της ίδρυσης ενός προσωρινού χρηματοπιστωτικού μηχανισμού που αργότερα έγινε μόνιμος. Αυτό που ονομάστηκε ευρωπαϊκό bail out αποσκοπούσε στην πραγματικότητα στη διάσωση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος (κυρίως των γερμανικών και γαλλικών τραπεζών) που, χτυπημένο από την κρίση του 2008 κινδύνευε να ισοπεδωθεί από τις νέες απώλειες που προοιωνιζόταν η μη αποπληρωμή του χρέους (περίπου το 80% του ελληνικού χρέους) που διακρατούσαν ως επισφάλεια οι τράπεζες, στις σίγουρες πλάτες των ευρωπαϊκών λαών. Μέσα σε αυτό το υβριδικό σχέδιο, η «διάσωση» της ελληνικής οικονομίας έλαβε και επιπρόσθετες διαστάσεις, όταν κρίθηκε ότι αυτή η βίαιη προσαρμογή είναι η κατάλληλη ευκαιρία για να επιβληθεί ολοκληρωτικά πια το νεοφιλελεύθερο μοντέλο στην βραδυπορούσα χώρα. Κάπου εκεί ήρθε το πρώτο μνημόνιο.
Το μνημόνιο, με την τεχνική του ορολογία, είναι ένα συμφωνητικό κείμενο μεταξύ δανειστή και οφειλέτη που δεσμεύει τον δεύτερο σε κάποιες προαπαιτούμενες δράσεις, έτσι ώστε ο πρώτος να ενεργοποιεί τη δανειακή σύμβαση και να καταβάλλει τις αντίστοιχες δόσεις. Με πιο απλά λόγια το μνημόνιο στηρίζεται στην αρχή «χρήματα προς μέτρα» ή όπως προτιμούν οι Γερμανοί «παροχή προς αντιπαροχή». Αυτή η τεχνοκρατική προσέγγιση του μνημονίου, που θα ικανοποιούσε πολύ τους ατσαλάκωτους των Βρυξελλών και του ΔΝΤ, απέχει αρκετά από τη βαθιά πολιτική διαδικασία επιβολής η οποία βρίσκεται σήμερα στα χείλη κάθε καταπιεσμένου αυτού του τόπου. Αν, λοιπόν, ο πρωτεύον στόχος ήταν να σωθεί το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα από την έκθεσή του στις αδύναμες οικονομίες του Νότου, το μνημόνιο επιβλήθηκε -με την απόλυτη συνέργεια της τότε κυβέρνησης Παπανδρέου- για να αλλάξει τα πάντα στην Ελλάδα και να τα αλλάξει άμεσα. Όπως γλαφυρά παρουσίασε στο βιβλίο του ο τότε υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τίμοθι Γκάιντμερ, το 2010 επικρατούσε η προτροπή «να τσακίσουμε τους Έλληνες». Και το έκαναν. Το μνημόνιο υπήρξε το όχημα των υπερεθνικών ελίτ για να εγκαθιδρύσουν το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο σε μια οικονομία και μια κοινωνία που, 30 χρόνια μετά την εισαγωγή του στην παγκόσμιο οικονομία, αυτές αρνούνται να το υιοθετήσουν πλήρως και αποτελεσματικά. Κανείς δεν μπορεί να λησμονήσει, βέβαια, τις γενναίες απόπειρες των κυβερνήσεων Α. Παπανδρέου -σε μερικό βαθμό στη δεύτερη θητεία -, του Μητσοτάκη που ήθελε τη σφαγή στα δημοσιονομικά, εργασιακά, ασφαλιστικό ή του γερμανοτραφή Σημίτη που συστηματικά επιχείρησε να εκσυγχρονίσει την ελληνική οικονομία και να την εναρμονίσει με το νεοφιλελεύθερο πρότυπο. Όλες αυτές οι προσπάθειες ποτέ δεν ολοκληρώθηκαν και παρέμειναν απονομιμοποιημένες τόσο στο επίπεδο της κοινωνίας που διατηρούσε μια συλλογική αγωνιστική κουλτούρα για τη διατήρηση κεκτημένων και δικαιωμάτων όσο και στο επίπεδο του ελληνικού κεφαλαίου που η μεταπολεμική κρατικοδίαιτη διάρθρωση της οικονομίας εξυπηρετούσε τον κλεπτοκρατικό του χαρακτήρα. Οι διαρθρωτικές αλλαγές που πρότασσε ο νεοφιλελευθερισμός δεν ταίριαζαν ακριβώς με τα περιθώρια κέρδους που εξασφάλιζαν οι υπερτιμολογήσεις δημοσίων έργων, προμηθειών του δημοσίου, οι επιχορηγήσεις εταιριών και τα θαλασσοδάνεια, οι κάθε λογής μίζες και αρπαχτές για την πολιτική και οικονομική ελίτ του τόπου.
Φτάνοντας στο 2010, όπου οι όροι της «διάσωσης» της Ελλάδας υπήρξαν σαφείς στο να περάσει η οικονομία από τον πρώιμο τριτοκοσμικό καπιταλισμό στον εκσυγχρονισμένο καπιταλισμό του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης των αγορών. Η ελληνική οικονομία έπρεπε να ενταχθεί στα πρότυπα του Πρώτου Κόσμου. Μια ένταξη που ανέδειξε όλη της τη βία πάνω στους φτωχούς και τους αδύναμους που πλήρωσαν την καταστροφική πολιτική και οικονομική διαχείριση δεκαετιών. Πλήρωσαν με ανισοβαρή τρόπο την προσπάθεια να αναδιαρθρωθεί και να συρρικνωθεί το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας.
Το μνημόνιο έχει τρεις βασικές επιδιώξεις. Πρώτον -όπως προανέφερα- να σώσει το τραπεζικό σύστημα που κατείχε κρατικά ομόλογα ξεφορτώνοντάς τα ως χρέος στις πλάτες του ελληνικού λαού που θα πρέπει να το ξεπληρώνει επί πολλές δεκαετίες. Δεύτερον, να επιτύχει την εσωτερική υποτίμηση μέσω μιας ακραίας και ακαριαίας λιτότητας, έτσι ώστε να μειωθεί δραστικά το δημοσιονομικό έλλειμμα, να συρρικνωθεί το μέγεθος της οικονομίας και να υποτιμηθεί το βιοτικό επίπεδο της ελληνικής κοινωνίας. Να καταστεί η ελληνική οικονομία ελκυστικότερη σε κάθε λογής επενδυτές ή αρπακτικά που θα αγοράσουν περιουσιακά στοιχεία σε τιμή ευκαιρίας ή θα ευνοηθούν από τις μειώσεις στους μισθούς και τις απώλειες στα εργασιακά δικαιώματα για να επενδύσουν. Τρίτον, να αναδιαρθρώσουν ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό, έτσι ώστε να αυξηθούν τα δημοσιονομικά έσοδα μέσω μιας αποδοτικότερης φορολόγησης, να συρρικνώσουν το μαύρο χρήμα δημιουργώντας αποτελεσματικότερους φοροελεγκτικούς μηχανισμούς με απώτερο στόχο την προώθηση ενός πλεονάσματος στην εξυπηρέτηση του χρέους. Το πλέγμα αυτό που ονομάζουμε σήμερα μνημόνιο και προϋποθέτει τη διαρκή εποπτεία, τους εκβιασμούς με την πιστωτική ασφυξία και το συνολικό έλεγχο της οικονομικής πολιτικής από την Τρόικα, είναι μια de facto συνθήκη που οριοθετείται με τους τρεις προαναφερθέντες άξονες. Μια συνθήκη που δεν αποσκοπεί, φυσικά, στην επανένταξη της Ελλάδας στην ομαλή πορεία της ευρωζώνης, αλλά στη διατήρηση μιας Ευρώπης δύο ταχυτήτων όπου τα μειονεκτήματα του Νότου γίνονται πλεονεκτήματα του Βορρά, σε ένα στρατηγικό παίγνιο που πλασάρει την ευρωπαϊκή οικονομία υπό την ηγεμονία της Γερμανίας στη νέα γεωπολιτική αναδιάταξη δυνάμεων μέσα στη σημερινή παγκόσμια καπιταλιστική κρίση. Συνοψίζοντας, το μνημόνιο είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα νομικό κείμενο με πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις που περατώνεται με τη λήξη του εκάστοτε προγράμματος (πρώτο: 2010-2012, δεύτερο: 2012-2014), είναι ένα καθεστώς με μόνιμα χαρακτηριστικά που ήρθε για να αλλάξει τα πάντα στον τόπο μας. Είναι το όχημα της προσαρμογής στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη. Ένα περιβάλλον που δεν επιδέχεται παρεμβάσεις ή διορθώσεις, ένα σχέδιο take it or leave it. Είναι, επίσης, και το όχημα της εγχώριας ελίτ για να επιβληθεί πάνω στην κοινωνική δυναμική που σωρεύεται από τις ιδιαίτερες επιμέρους κρίσεις και να επανασχεδιάσει την επόμενη μέρα, όχι μόνο για την επιβίωσή της, αλλά για την αναδιάρθρωση και της ανάπτυξή της. Για όλους τους παραπάνω λόγους, το μνημόνιο δυστυχώς για κάποιους χρειάζεται κάτι πιο δραστικό από ένα ψαλίδισμα της λιτότητας για να αποσυρθεί στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας.
Ως μέρος της κοινωνίας που ασφυκτιά κάτω από τις αδυσώπητες πολιτικές των τελευταίων έξι ετών, ζούμε αναμφισβήτητα ιστορικές στιγμές. Είδαμε τις ίδιες μας τις ζωές, αλλά και των ανθρώπων γύρω μας, να ισοπεδώνονται, να λεηλατούνται από μια πολιτική ελίτ που κλήθηκε να εφαρμόσει μια καταστροφική διαχείριση της κρίσης, για την οποία ήταν η ίδια υπεύθυνη. Είδαμε την κοινωνική δυναμική να ρευστοποιείται και να περνάει από την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, στην αντίσταση κατά του μνημονίου το 2010-’11 κι έπειτα στο φόβο, την παραίτηση και την απάθεια, μέχρι και την απέλπιδα προσπάθεια να ανακτηθεί η αξιοπρέπεια. Είδαμε παράλληλα τον εκφυλισμό της, τον εκφασισμό της, τη νομιμοποίηση του τρόμου, κρατικού και παρακρατικού, τα χειρότερα σημάδια μιας χειμαζόμενης κοινωνίας σε κατάσταση αποσύνθεσης, χωρίς κανένα συλλογικό σημείο αναφοράς ή συνεκτικό δεσμό, να καταπίνει αμάσητο κάθε ακροδεξιό αφήγημα ενάντια στο διαφορετικό, το εναλλακτικό ή απέναντι σ’ αυτούς που αντιστέκονται. Σήμερα, ζούμε μια αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό με την κυβέρνηση Σύριζα να αναλαμβάνει τη διαχείριση της κρίσης μετά τις εκλογές του Γενάρη. Ο Σύριζα, με μια συστηματική αντιπολιτευτική στρατηγική για την κατάργηση των μνημονίων και την ελάφρυνση της λιτότητας κατάφερε να εκπροσωπήσει τη βούληση του κόσμου για αλλαγή και να αναρριχηθεί στην εξουσία. Απέναντι σε μια φθαρμένη συγκυβέρνηση που στοιχημάτιζε στον όλεθρο και την καταστροφή, η ελπίδα τελικά επικράτησε. Ο φόβος ως μονοδιάστατο προπαγανδιστικό μέσο δεν θα μπορούσε να έχει μακρά αποτελέσματα σε ένα λαό που διψούσε για αλλαγή πορείας. Αυτή η αναζήτηση της ελληνικής κοινωνίας πάνω στο τεντωμένο σκοινί της άρνησης, αλλά και της συγκατάβασης αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τη θεμελιώδη αντίφασή της. Από τη μία, τη βούλησή της να σπάσει τα δεσμά της υποταγής στην Τρόικα, τη δίψα της να ανακτήσει την αξιοπρέπεια και να αποδεσμευτεί από την ασφυξία και από την άλλη, αρνούμενη την υπέρβαση του απαραίτητου άλματος προς τα εμπρός, να θέλει να παραμείνει στην ασφάλεια του κανονιστικού πλαισίου της Ε.Ε. και της ευρωζώνης που είναι υπεύθυνες για τα δεινά της. Μια αντίφαση που συνοδεύει επί πολλές δεκαετίες την ιστορία του ελληνικού λαού που είναι δύστροπος σε αλλαγές, αλλά δεν του αρέσει να τον πατάνε στο λαιμό. Αυτή η ιδιομορφία είναι η πιο καίρια συνθήκη που πρέπει να μελετηθεί προκειμένου να υπάρξουν τα περιθώρια ριζοσπαστικών τομών στον τόπο μας.
Το ζήτημα της παραμονής ή όχι στη ζώνη του ευρώ έχει συγκεντρώσει -και όχι άδικα- τα επιχειρήματα και τις θέσεις πολλών τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Η διαμάχη αυτή μπορεί να συνοψιστεί σε δύο συγκρουόμενα πλαίσια σκέψης. Το πρώτο, θεωρεί ότι τα οφέλη της παραμονής είναι σαφώς περισσότερα από την αβεβαιότητα της επόμενης μέρας που θα προκαλέσει μια αποχώρηση. Μια μικρή σε μέγεθος οικονομία και κυρίως μια μικρή εξαγωγική χώρα όπως η Ελλάδα θα βούλιαζε από τον υψηλό πληθωρισμό και θα κατακρημνούσε το έλλειμμα στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών της. Ταυτόχρονα, ένα τεράστιο χρέος εγγεγραμμένο στους κανόνες του αγγλικού δικαίου θα υποβάθμιζε κάθε δυνατότητα και πλεονέκτημα που θα κόμιζε η αλλαγή και η υποτίμηση του νέου νομίσματος. Η χώρα θα απομονωνόταν ως παρίας της Ευρώπης που άνοιξε το δρόμο για τη διάλυση της ευρωζώνης ενώ θα έχανε όλα τα χρηματοδοτικά πακέτα της Ε.Ε. Η έλλειψη βασικών εισαγόμενων αγαθών σε συνδυασμό με μια μαζική φυγή κεφαλαίων από τις τράπεζες θα αποτελείωνε τη συνοχή της κοινωνίας που κρέμεται από μια κλωστή. Η δεύτερη προκρίνει την έξοδο από την ευρωζώνη ως τη μόνη δυνατότητα για βιώσιμη ανάπτυξη. Με ένα νέο εθνικό νόμισμα που -υποτιμημένο- θα έδινε μεγάλες δυνατότητες ρευστότητας για να επανακινηθεί η πραγματική οικονομία, να γίνουν γενναίες δημόσιες επενδύσεις, να χρηματοδοτηθούν τα ελλείμματα και να υπάρξει πληθωριστική απομείωση του χρέους. Ξεπερνώντας ένα δύσκολο κι επίπονο πρώτο διάστημα, η αποκατάσταση του ελέγχου της εθνικής οικονομίας και η αυτόνομη νομισματική πολιτική θα έδινε την ευκαιρία στη δημιουργία πλούτου και ανάπτυξης και θα έβγαζε τη χώρα από το καθοδικό σπιράλ της ύφεσης. Στην πραγματικότητα κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλλει ότι σε μια τέτοια πολύπλοκη κατάσταση και οι δύο απόψεις έχουν πολύ ισχυρά επιχειρήματα. Όμως και οι δύο μπορεί να αποδειχθούν αδιέξοδες υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Παραμονή στην ευρωζώνη των δύο ταχυτήτων, της ακραίας λιτότητας και των πλεονασμάτων που θα εξυπηρετούν το χρέος στο διηνεκές, των νέων δανείων που θα αναχρηματοδοτούν τα παλιά, είναι καταστροφική. Επιστροφή σε νέο νόμισμα χωρίς νέο αναπτυξιακό και παραγωγικό σχέδιο, χωρίς ανασυγκρότηση της πρωτογενούς αγρο-κτηνοτροφικής και της βιομηχανικής πολιτικής, με την ίδια δόμηση της οικονομίας είναι επίσης καταστροφική. Γι’ αυτό δεν πρέπει να καλλιεργείται η πεποίθηση ότι η ανάκτηση ενός εθνικού νομίσματος είναι σχεδόν ένας παράδεισος με απεριόριστες δυνατότητες. Είναι, ωστόσο, η μόνη εφικτή λύση για να υπάρξει μεσοπρόθεσμη ανάκαμψη της οικονομίας και του βιοτικού επιπέδου, πάντα υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις και συμμαχίες με άλλα περιφερειακά σχήματα που μπορούν να καλύψουν κρίσιμους παραγωγικούς εισαγωγικούς τομείς.
Ας γυρίσουμε όμως πίσω στο αρχικό ερώτημα για το μνημόνιο. Το μνημόνιο γι’ αυτούς που το επέβαλαν είναι ένα επιτυχημένο πρόγραμμα. Μάλιστα, είναι τόσο βαθιά αυτή η πεποίθηση που ωρύονται όταν ακούν τις κατηγορίες που τους προσάπτει ο Σύριζα για αποτυχημένες πολιτικές που οδήγησαν σε ανθρωπιστική κρίση. Οι δύο πρώτες βασικές επιδιώξεις τους έχουν επιτευχθεί, ενώ η τρίτη είναι το διακύβευμα της τωρινή διαπραγμάτευσης με τη νεοεκλεγείσα κυβέρνηση. Αν, πραγματικά, θεωρείται επιτυχία το πρόγραμμα διάσωσης της Ελλάδας, τότε προκαλεί έκπληξη η μη επιβράβευση της κυβέρνησης Σαμαρά που υπήρξε η πιο πιστή στις εντολές της Τρόικας. Είναι απορίας άξιο γιατί ένας τόσο δουλικός πρωθυπουργός να χάσει την εμπιστοσύνη της Γερμανίας. Φυσικά και μια αριστερή κυβέρνηση δεν ήταν ποτέ προτιμητέα από μια συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Κανείς από το ευρωπαϊκό διευθυντήριο δεν θα ήθελε να αντιμετωπίσει αυτούς τους προκλητικούς ερασιτέχνες με τους οποίους δεν μπορούν να συνεργαστούν αρμονικά. Ούτε και η «ολίγον από σύγκρουση» του Σύριζα ήταν ευχάριστο σε τεχνοκράτες που έχουν μάθει να ανοίγονται όλες οι πόρτες μπροστά τους. Όμως το σχέδιο της Γερμανίας που εντάσσεται στην τρίτη επιδίωξη του μνημονίου προϋποθέτει άφθαρτες κυβερνήσεις που να είναι διατεθειμένες να συγκρουστούν με το παλιό διαπλεκόμενο πελατειακό σύστημα. Στο σχέδιο αυτό, που προϋποθέτει την αναδιάρθρωση της ίδιας της ελληνικής ελίτ, έπαψε να ανταποκρίνεται ο Σαμαράς έχοντας χάσει κάθε λαϊκή νομιμοποίηση και επομένως κάθε «αξία χρήσης» του για τους ισχυρούς και γι’ αυτό δεν έλαβε καμιά παραχώρηση που ζητούσε ούτε καν ένα φιλικό γνέψιμο εν όψει βουλευτικών εκλογών. Έτσι, φτάσαμε στη προτιμότερη επιλογή μιας συγκυβέρνησης Σύριζα με ΠΑΣΟΚ ή Ποτάμι για να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη συνέχιση του προγράμματος. Στην Ελλάδα το δικομματικό σύστημα εξουσίας που κυβέρνησε επί σαράντα χρόνια στηρίχτηκε στην εξής αρχή: εξυπηρέτηση των συμφερόντων της οικονομικής ελίτ, ωσότου η φθορά της κυβέρνησης να αποτελέσει συστημικό κίνδυνο. Από την αρχή της κρίσης η ίδια αρχή εξακολουθεί να ισχύει εφαρμοσμένη σε νέα μοντέλα βραχύβιων κυβερνήσεων συνεργασίας, κυβερνήσεων ειδικού σκοπού. Η κυβέρνηση Παπανδρέου για να εφαρμόσει το πρώτο μνημόνιο, αυτή του Παπαδήμου για να ψηφίσει το δεύτερο και να κάνει το PSI, η κυβέρνηση Σαμαρά για να εφαρμόσει το δεύτερο μνημόνιο και η σημερινή κυβέρνηση Σύριζα -με τις αντιφάσεις της- να μεταρρυθμίσει το κράτος και να ολοκληρώσει το πρόγραμμα μέσα από ένα Τρίτο μνημόνιο.
Το μονοδιάστατο σχέδιο του Σύριζα ήταν να παίξει με τις αντιφάσεις των ηγεμονικών δυνάμεων στην Ευρώπη με την αυταπάτη της στήριξης από τις ΗΠΑ, να διεμβολίσει τους επιμέρους ανταγωνισμούς και να πάρει ό,τι καλύτερο μπορεί από μια διαπραγμάτευση σε νέες βάσεις. Πιστεύοντας ότι μια επικοινωνιακή καταιγίδα και η διεθνοποίηση του ελληνικού ζητήματος αρκούσαν, για να παρακάμψουν τα ισχυρά συμφέροντα της γερμανικής κυριαρχίας στην Ευρώπη, πάτησε πρώτος το φρένο και υποχώρησε. Κανείς από τους φερόμενους ως συμμάχους του είτε στο Νότο είτε πέρα από τον Ατλαντικό δεν έθεσαν οποιαδήποτε αντίρρηση στη σκληρή γραμμή της λιτότητας, καθώς αυτό θα πυροδοτούσε μιας άλλης τάξης μεγέθους κρίσης στην Ευρώπη. Μια κρίση με επίκεντρο τον έλεγχο της Ευρώπης, υπό την επίφαση της χαλάρωσης της λιτότητας, θα ήταν πολλαπλάσια καταστροφικότερη από την έξοδο της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ. Ένα τέτοιο σενάριο, πέρα από το γεγονός ότι καμία χώρα δεν έχει προς το παρόν τέτοιες φιλοδοξίες, θα ήταν η πιο ανόητη πολιτική κίνηση σε μια Ευρώπη που πασχίζει να σταθεροποιηθεί. Κανείς στην παγκόσμια οικονομία δεν μπορεί να διακινδυνεύσει σήμερα μια έξοδο χώρας από την ευρωζώνη. Ο λόγος του φόβου δεν βρίσκεται στις ζημιές που θα υπάρξουν σε τρίτες χώρες, αλλά στην πιθανότητα ένα ρήγμα στην ευρωπαϊκή οικονομία να προκαλέσει πολλαπλασιαστικά φαινόμενα αποσταθεροποίησης με σοβαρούς κλυδωνισμούς στις αγορές, με απρόβλεπτες συνέπειες. Ειδικά οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία που βλέπουν θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης μετά από ένα μεγάλο διάστημα στασιμότητας, δεν θα ήθελαν ούτε καν να φανταστούν μια νέα ανωμαλία. Η επίκληση, όμως, αυτού του κινδύνου από την κυβέρνηση Σύριζα δεν σημαίνει ότι έχει και το πλεονέκτημα να εκβιάσει χώρες που δεν είναι διατεθειμένες να ακολουθήσουν μια τέτοια ατζέντα. Αντιθέτως, μέσα από τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης επαναβεβαιώθηκε η γερμανική ηγεμονία συσπειρώνοντας όλες τις υπόλοιπες χώρες, επιβάλλοντας στον Σύριζα και τον ελληνικό λαό μια εξευτελιστική συμφωνία που θα συνεχίζει το μνημόνιο.
Κλείνοντας αυτόν τον κύκλο, κάποια πράγματα γίνονται σαφέστερα και πιο κατανοητά. Ο Σύριζα σίγουρα δεν έσκισε το μνημόνιο ούτε έχει πλέον τη δυνατότητα να το κάνει. Στις 20 Φλεβάρη ηττήθηκε και δεν έχει πια μια αξιόπιστη διαπραγματευτική τακτική για να διεκδικήσει κάτι καλύτερο. Είναι υποχρεωμένος πια να υποταχθεί στις επιταγές της Τρόικα, αφού απεμπόλησε τη δυνατότητα να απειλήσει με αξιοπιστία μια έξοδο από το ευρώ. Είναι υποχρεωμένος να δεχτεί τους εκβιασμούς γιατί απλά είναι πολύ αργά να προβάλει αξιώσεις σύγκρουσης. Κανείς άλλωστε, δεν φοβάται ένα σκυλί που γαβγίζει, αλλά δεν δαγκώνει. Το μονοδιάστατο σχέδιο του Σύριζα για σύγκρουση, αλλά όχι ρήξη, κατέληξε σε παταγώδη αποτυχία και αδιέξοδο. Η επίκληση μιας επιτυχίας που στηρίζεται στην αλλαγή του ονόματος της Τρόικα και σε κάποιες ασαφείς αναφορές για ευελιξία στο πρόγραμμα έχει ήδη αποδειχθεί τουλάχιστον φαιδρή. Η τετράμηνη συμφωνία παράτασης του δεύτερου μνημονίου είναι στην πραγματικότητα μόνο ένα δοκιμαστικό διάστημα για να γνωρίζουν οι δανειστές αν μπορούν να εμπιστευτούν ένα τρίο μνημόνιο στα χέρια αυτής της κυβέρνησης ή θα πρέπει να εκβιάσουν το σχηματισμό μιας νέα συγκυβέρνησης αποτελούμενη από πιο φιλικές δυνάμεις. Γι’ αυτό προκαλεί αμηχανία μια τόσο ασαφής συμφωνία. Γιατί δεν πρόκειται για μια δεσμευτική συμφωνία σημείων, αλλά για έναν αγώνα δρόμου καλών προθέσεων. Αν υπάρξουν τα διαπιστευτήρια της υποταγής της νέας κυβέρνησης είναι σίγουρο ότι θα υπάρξει μια πολύ σαφής συμφωνία.
—————————————————————————————————————————
Η αναρχική θεωρία έχει το πλεονέκτημα αρκετές φορές, να δίνει απλές λύσεις σε πολύπλοκα ζητήματα. Και η αλήθεια είναι ότι μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, στη διάρκεια της κρίσης, δεν υπάρχουν ούτε απλά προβλήματα, ούτε απλές λύσεις. Οι αναρχικοί είναι αξιωματικά απέναντι σε κάθε εξουσία, άρα απέναντι και στη νέα κυβέρνηση Σύριζα. Όσο ριζοσπαστική ή επαναστατική κι αν θέλει να είναι μια κυβέρνηση, όσο φιλική κι αν θεωρείται, ασκεί εξουσία συντηρώντας την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Όπως πολύ εύγλωττα ανέλυσαν οι πρώτοι μας θεωρητικοί, το γεγονός αυτό αντιβαίνει στην πραγματική πρόοδο της ανθρωπότητας. Είμαστε, λοιπόν, αναρχικοί ενάντια σε κάθε εξουσία και αυτή η απλή λύση στο σημερινό πολύπλοκο ζήτημα της αριστερής διαχείρισης της κρίσης, μας δίνει το πλεονέκτημα μιας αρχικής οριοθέτησης. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από μια ανάσα που φέρνει μια κυβέρνηση που δεν διατρέχεται, ακόμη, από κατασταλτικά σύνδρομα, πέρα από μια αφελή προσέγγιση περί φιλικής κυβέρνησης, εμείς ως αυτοπροσδιοριζόμενος πολιτικός χώρος είμαστε εναντίον της. Μέχρι εδώ καλά. Είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα; Αρκεί μια τέτοια ιδεολογική προσέγγιση για να θεωρητικοποιηθεί η οριοθέτησή μας; Προφανώς και όχι. Το αναρχικό κίνημα αντιμετωπίζει εδώ και χρόνια τη δικιά του δομική κρίση. Η αντιμετώπιση της κρίσης του συστήματος με εργαλεία και προτάγματα που αντιστοιχούσαν σε προγενέστερες ανέμελες εποχές έχει συναντήσει τα όριά της. Οι αξιωματικές θέσεις, οι αφορισμοί και οι αβασάνιστες φλυαρίες είναι υποδεέστερες της πραγματικότητας και των πολυεπίπεδων απαιτήσεών της. Για το λόγο αυτό, σήμερα περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται μια ριζική επαναθεώρηση των συλλογικών μας θέσεων, της πολιτικής μας φυσιογνωμίας και της αγωνιστικής παιδείας, για να υπερβούμε τα αδιέξοδα που βρίσκονται μόλις δίπλα μας.
Είναι πολύ φυσιολογικό να υπάρχει αμηχανία και έντονη συζήτηση γύρω από τη στάση και τις θέσεις μας απέναντι στην κυβέρνηση Σύριζα και αυτού που αντιπροσωπεύει. Αυτό είναι το υγιές αντανακλαστικό της διαπίστωσης ότι στις 25 Γενάρη όντως κάτι άλλαξε. Γιατί πράγματι κάτι έχει αλλάξει. Αυτό που πρέπει να διαπιστωθεί τώρα είναι, ποια είναι ακριβώς αυτή η αλλαγή και πώς μας επηρεάζει ως κίνημα. Όπως και να αντιληφθούμε ότι οι πρώτοι μήνες αυτής της νέας κατάστασης δεν είναι μια στάσιμη πορεία προς μια συμφωνία, αλλά μια πολύ ρευστή και δυναμική κατάσταση με πολλές μεταβλητές. Το αντίστροφο δόγμα του σοκ που επέλεξε αυτή η κυβέρνηση να εφαρμόσει τις πρώτες ημέρες της διακυβέρνησής της καλλιέργησε την προσδοκία ότι μπορεί να υπάρξει κυβερνητικός φορέας αντίστασης στην Τρόικα. Η υποχώρηση στο eurogroup και η συμφωνία της 20ης Φλεβάρη κατακρήμνισαν με εκκωφαντικό τρόπο όλες αυτές τις προσδοκίες. Οι δεσμεύσεις για το χρέος και την αποπληρωμή του στο ακέραιο και στο διηνεκές, για το μνημόνιο και τους παλιότερους εφαρμοστικούς νόμους έχουν πρακτικά δέσει τα χέρια μιας κυβέρνησης που δεν μπορεί να κυβερνήσει αν δεν ρωτήσει πρώτα την Τρόικα. Σήμερα, εξακολουθούμε να ζούμε σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης, πράγμα που και η ίδια η κυβέρνηση δεν θα αργήσει να επικαλεστεί ρητά. Όπως όλοι γνωρίζουν σε ένα τέτοιο καθεστώς εφαρμόζονται έκτακτα μέτρα. Οικονομικά αλλά και κατασταλτικά. Πρέπει να γίνει κατανοητή η αρχή ότι δεν μπορεί να υπάρξει καπιταλιστική διαχείριση της κρίσης χωρίς το καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Η κρίση είναι ο ζωτικός χώρος ενός τέτοιου καθεστώτος. Και η επιλογή ενός κόμματος, που επικαλείται τη ριζοσπαστικότητα, να αναλάβει την ευθύνη της διαχείρισης μιας τέτοιας κρίσης δεν μπορεί να απαιτεί κανένα ελαφρυντικό. Η κυβέρνηση δεν σύρθηκε να βρεθεί εκεί που βρέθηκε. Προκάλεσε τις εκλογές με τη βεβαιότητα ότι μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα. Τώρα πια δεν έχει πολλές επιλογές. Ή θα πρέπει να συγκρουστεί σε βάθος με όλους τους θεσμούς οι οποίοι την εκβιάζουν και να χαράξει μια νέα στρατηγική ανασυγκρότησης ή να βαδίσει βασανιστικά τον ίδιο δρόμο του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, υποταγμένη και με το λαό απέναντί της. Αν σήμερα φαντάζει αδιανόητη η καταστολή διαδηλώσεων από μια κυβέρνηση της Αριστεράς, τότε ίσως θα πρέπει να μελετήσουμε περισσότερο την Ιστορία. Γιατί αυτή ακριβώς θα είναι η κατάληξη ενός δρόμου που θα προσπαθεί να υπερασπίσει τις συμφωνίες που υπέγραψαν και τα νέα μνημόνια που θα έρθουν. Και αυτή η υπεράσπιση θα γίνει με όλους τους παραδοσιακούς τρόπους που διαθέτει ένα κράτος. Έτσι κι αλλιώς το κράτος έχει συνέχεια.
Είμαστε αναρχικοί, πολιτικά μάχιμοι, ενταγμένοι σε ένα χώρο που δεν διαθέτει ενιαίες στρατηγικές θέσεις, ούτε κουλτούρα ενιαιομετωπικής αντιπαράθεσης, αλλά φορείς μιας βαθιάς και ιστορικής πεποίθησης ότι μόνο η κοινωνική επανάσταση μπορεί να δώσει ριζοσπαστικές και δίκαιες λύσεις στα προβλήματα που γεννά ο καπιταλισμός. Είμαστε όμως και κοινωνία. Μια κοινωνία που τα τελευταία χρόνια δέχτηκε πολλές επιθέσεις. Τόσο από την Τρόικα που μας κήρυξε πόλεμο όσο και από το εγχώριο πολιτικό-οικονομικό σύστημα που συνέπραξε στις εχθροπραξίες και διαμόρφωσε συνθήκες ολοκληρωτισμού. Δεχτήκαμε ταυτόχρονα τον τρόμο της εξουσίας και ως πολιτικός χώρος και ως το πιο προωθημένο κοινωνικό κομμάτι και ως προλετάριοι, αλλά και ως έλληνες, κάτοικοι αυτής της χώρας. Επειδή, όμως, οι σύντροφοι που ανήκουν σε αυτόν το χώρο δεν αυτοπροσδιορίζονται σύμφωνα με την υπηκοότητά τους, αυτός ο όρος σίγουρα μας ξενίζει. Είναι, όμως, σημαντικό να κατανοήσουμε το εύρος αυτής της επίθεσης, ανεξάρτητα από την αλλεργία που παθαίνουμε όταν ακούμε τον όρο «έλληνας». Γιατί η αλήθεια είναι ότι τα μνημόνια επιβλήθηκαν στους λαούς της Ευρώπης για να πλήξουν τους αδύναμους, τους φτωχούς οι οποίοι πάντα πληρώνουν τις πολιτικές του κεφαλαίου. Όμως, επίσης αλήθεια είναι ότι η ίδια η Τρόικα οριοθέτησε αυτήν την επίθεση διαχωρίζοντας με σαφήνεια το πρόγραμμα της Ελλάδας από τα υπόλοιπα του Νότου. Έκανε μια επίθεση ειδικά απέναντι στον ελληνικό λαό και μάλιστα διατρανώνοντάς το σε όλο τον πλανήτη. Το γεγονός ότι οι δικές μας απαντήσεις δεν ορμώνται από πατριωτικό ενθουσιασμό απέναντι στις ξένες δυνάμεις που επιβουλεύονται τον τόπο μας, καθώς πολύ σωστά έχουμε πετάξει στα σκουπίδια τέτοιες προσεγγίσεις, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας τις πραγματικότητες της επίθεσης του εχθρού που μέρος της έχει σαφώς σοβινιστικά και ανθελληνικά χαρακτηριστικά. Η διαδικασία αυτή μας προσφέρει τη δυνατότητα να έχουμε μια πληρέστερη ανάλυση για την κρίση στην Ελλάδα και για το πώς την εισπράττει η κοινωνία. Εκεί που τελειώνει, όμως, η πολύπλευρη ανάγνωση της επίθεσης της Τρόικα ξεκινάνε τα δικά μας βάσανα. Και αυτό γιατί πάντα ο αυτοπροσδιορισμός είναι δυσκολότερο να εξηγηθεί από τον ετεροπροσδιορισμό. Πρέπει να κάνουμε σαφές ως τι απαντάμε στην Τρόικα και ως τι στην κυβέρνηση. Μέχρι πρότινος αυτά τα δύο μέρη ταυτίζονταν, είχαν κοινά συμφέροντα. Σήμερα είναι εκτός πραγματικότητας να ισχυριζόμαστε κάτι τέτοιο. Η κυβέρνηση Σύριζα δεν μπορεί να ταυτιστεί με τις προγενέστερες. Ακόμα κι αν αναγκαστεί να καταλήξει στις ίδιες επιλογές, που είναι και το επικρατέστερο σενάριο, η ταύτιση τουλάχιστον αυτή τη στιγμή είναι μια πολύ επικίνδυνη ατραπός για το χώρο μας. Δεν πρέπει να δείξουμε καμία ανοχή στη νέα κυβέρνηση, αλλά όχι ακολουθώντας τη στρατηγική του ΚΚΕ που όταν αντιπολιτεύεται τους φασίστες κάθεται στ’ αβγά του κι όταν αντιπολιτεύεται την κεντροαριστερά τον τσιμπάει μύγα. Είναι πολύ καθοριστικό να βρούμε τη σύνδεση που υπάρχει στον αγώνα ενάντια στην Τρόικα, που είναι κατεξοχήν υπαίτιος για τα δεινά μας, με το διαχρονικό αγώνα ενάντια στο κράτος και σε μία νεοεκλεγείσα κυβέρνηση της Αριστεράς που αυτοπροσδιορίζεται ως αντιμνημονιακή και ετοιμάζεται να υπογράψει νέο μνημόνιο. Είναι, επίσης, σημαντικό να απαντήσουμε στα κακόβουλα επιχειρήματα πως όποιος δημιουργεί εσωτερικά προβλήματα στην κυβέρνηση την ώρα που αυτή διαπραγματεύεται εκβιαζόμενη στο εξωτερικό, αποδομεί την προσπάθειά της και γίνεται 5η φάλαγγα της Τρόικα. Ο αγώνας ενάντια στην κυβέρνηση Σύριζα πρέπει να γίνει με πολιτικούς όρους, με τη σοβαρότητα που απαιτεί η σκληρότητα της εποχής και όχι με ένα ανεξήγητο μετεφηβικό αντιαριστερό μένος που όλους λίγο πολύ στον αναρχικό χώρο μας διακατέχει. Ένα μένος που σε καμία περίπτωση δεν είναι αναλογικό με την κυβερνησιμότητα της Αριστεράς. Δεν είμαστε αντισύριζα. Είμαστε αναρχικοί. Είμαστε και αντιμνημονιακοί και αυτός θα πρέπει να είναι ο πρώτος λόγος για να είμαστε απέναντι σε αυτήν την κυβέρνηση. Χωρίς να ξεχνάμε ούτε λεπτό ποιοι ψήφισαν αυτά τα μνημόνια, ποιοι κατέστρεψαν τον τόπο και το μέλλον μας.
Ο Σύριζα, από την επομένη των εκλογών, έκανε την πιο έξυπνη επιλογή παρτενέρ, σύμφωνα με τα περιθώρια που είχε και διάλεξε αυτόν που θα του εξασφάλιζε τη λευκή επιταγή για μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Η τοποθέτηση του Καμμένου στο υπουργείο Άμυνας δεν αποτελεί σχηματοποίηση συγκυβέρνησης Σύριζα-ΑΝΕΛ. Ο Τσίπρας κυβερνά μόνος του με την ηγετική ομάδα που τον ακολουθεί. Ακόμα και οι ήπιες διαφωνίες των ΑΝΕΛ σε επιμέρους πρωτοβουλίες όπως το νομοσχέδιο για τις φυλακές περισσότερο ως άλλοθι λειτουργούν για το συντηρητικό ηγετικό πυρήνα του Σύριζα παρά ως πραγματική άσκηση πιέσεων σε μια κατεύθυνση μη εκτροχιασμού του τρένου (όπως στην προεκλογική διαφήμιση). Μια νεοεκλεγείσα αριστερή κυβέρνηση μόλις τριών μηνών θα μπορούσε πολύ εύκολα να περάσει με πυγμή το ζήτημα της αποφυλάκισης αναπήρων άνω του 80% αν πραγματικά ήθελε. Όμως, οι τεχνικές επιτήρησης και ελέγχου όπως το βραχιολάκι εντάσσονται στο πολιτικό οπλοστάσιο του Σύριζα, καταρχήν, και έπειτα σε αυτό των ΑΝΕΛ. Η επιλογή Καμμένου ήταν μια σοφή επιλογή μέσα στους όρους του πολιτικού παιχνιδιού. Εξυπηρετεί ταυτόχρονα τις ανάγκες της διαπραγματευτικής στρατηγικής του Σύριζα με την Τρόικα, αφού υπάρχει ταύτιση απόψεων και δημιουργεί το άλλοθι για να κάνει την απαραίτητη στροφή ο Σύριζα στα ζητήματα της ασφάλειας, της δικαιοσύνης, της μετανάστευσης και της εθνικής άμυνας. Γιατί σε αυτά τα ζητήματα, που είναι ο σκληρός πυρήνας του κράτους, υπάρχει ένα δεδομένο δόγμα για όποιον αναλαμβάνει την εξουσία, ανεξάρτητα από την πολιτική του τοποθέτηση. Δεν είναι, λοιπόν, ο Πανούσης ή ο Καμμένος που σέρνει την κυβέρνηση σε κατασταλτικές πολιτικές, όπως η παραβίαση του ασύλου, αλλά η συνειδητοποίηση του Τσίπρα ότι δεν μπορεί να υπάρξει κράτος και δη μνημονιακό χωρίς μια τέτοια κατεύθυνση. Συντελείται, λοιπόν, η απαραίτητη ευθυγράμμιση του Σύριζα με το κανονιστικό πλαίσιο του παραδοσιακού αστικού κράτους της μεταπολίτευσης. Είναι μια διαδικασία που αναπόφευκτα θα φέρει αναταράξεις μέσα στο κόμμα και θα συσπειρώσει ένα τμήμα του γύρω από την ηγετική ομάδα και θα αποσυσπειρώσει ένα άλλο που αργά ή γρήγορα θα βρεθεί στο περιθώριο. Συνεχίζοντας αυτή τη διαδικασία αποαριστεροποίησης που ξεκίνησε ήδη από την εποχή που βρισκόταν ο Σύριζα στην αντιπολίτευση, θα βαδίσουν βασανιστικά όλο το δρόμο για να απαρνηθούν την πολιτική τους ταυτότητα και στο τέλος θα διαπιστώσουν ότι με αυτόν τον τρόπο θα εξισωθούν ιστορικά με αυτούς που κατέκριναν. Θα έχουν υποκύψει στα φασιστικά αφηγήματα και το δόγμα Βορίδη περί ανακοπής της ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς για να γίνουν αρεστοί στον εγχώριο διαπλεκόμενο σύστημα και τους ολιγάρχες που κατά τα άλλα θέλουν να κυνηγήσουν. Η ταύτιση του κόμματος με την κυβέρνηση απέχει πολύ ακόμα. Αυτό είναι κάτι εμφανές. Το κατά πόσο η λειτουργία του κόμματος θα αποτελέσει αντίβαρο στις προθέσεις τις κυβέρνησης, αυτό είναι ένα μάλλον απίθανο σενάριο. Το αντίθετο, όμως, είναι το πιο πιθανό. Αυτή η ταύτιση, ωστόσο, σε αναλυτικό επίπεδο είναι εξίσου επικίνδυνη. Ο Σύριζα δεν είναι το ΠΑΣΟΚ του 1981. Δεν έχει δυνατότητα να στελεχώσει τον κρατικό μηχανισμό και να γίνει κόμμα-κράτος. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να ταυτίζουμε ψηφοφόρους, οπαδούς, στελέχη, ακόμα και ορισμένους βουλευτές του Σύριζα με τους φασίστες της ΝΔ που θα ήθελαν να επαναφέρουν τη θανατική ποινή για τους πολιτικούς κρατούμενους, με τα λαμόγια του ΠΑΣΟΚ που καταλήστεψαν τον πλούτο του ελληνικού λαού ή τους διαπλεκόμενους μέχρι το κόκκαλο του Ποταμιού που είναι πιο νεοφιλελεύθεροι και από τον Μάνο. Η πλειονότητα των πρώτων έχει αυθεντικές αγωνίες για ένα πιο δίκαιο κόσμο, ανεξάρτητα αν οι αυταπάτες τους ότι ο καπιταλισμός μπορεί να εξανθρωπιστεί τείνει στη γελοιότητα. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η κυβέρνηση Τσίπρα θα ήθελε να αποφύγει ένα νέο μνημόνιο, ότι θέλει να ελαφρύνει τους φτωχούς και τους αδύναμους. Όμως ο δρόμος που ακολουθεί έχει έναν και μοναδικό προορισμό. Τη συνέχιση των μνημονιακών πολιτικών. Αυτή η συνθήκη δεν τον ταυτίζει με τους διαπλεκόμενους Σαμαρά – Βενιζέλο – Θεοδωράκη, όσο κι αν η ιστορία γράφεται με πράξεις και όχι με καλές προθέσεις. Εξάλλου και η ανάληψη της ευθύνης για τη διακυβέρνηση μιας χώρας είναι μια δυσάρεστη δουλειά. Τα ελαφρυντικά ανήκουν σε άλλες εποχές, όχι στη σημερινή κρίση. Η δουλειά αυτή είναι να βρίσκει λύσεις σε μικρά ή μεγαλύτερα προβλήματα της κοινωνίας. Η δουλειά της κοινωνίας, είναι να απαιτεί, να αγωνίζεται. Αυτός είναι ο απαράβατος νόμος στη ζωή των κοινωνιών, η σύγκρουση συμφερόντων. Αυτό δεν θα έπρεπε να το ξεχνάει ένα αριστερό κόμμα όταν δυσαρεστείται από τους αγώνες του αναρχικού κινήματος ή των πολιτικών κρατουμένων. Δουλειά μας και δουλειά σας λοιπόν.
Δεν μπορεί να υπάρξει και καλώς δεν υπάρχει περίοδος ανοχής στην κυβέρνηση Σύριζα. Αυτό θα πρέπει να είναι ξεκάθαρο στους πάσης φύσεως υποστηρικτές της. Δεν βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 όπου το ΠΑΣΟΚ, πραγματικά, έκανε τομές στην ελληνική κοινωνία. Βρισκόμαστε 35 χρόνια μετά, σε έναν τόπο που βιώνει μια βαθιά κρίση. Η ελληνική κοινωνία και μαζί της κι εμείς έχουμε απαιτήσεις για ριζοσπαστικές αλλαγές. Η διαφορά είναι ότι η πλειονότητα της κοινωνίας τις περιμένει από την κυβέρνηση κι εμείς θέλουμε να τις παράγουμε οι ίδιοι. Υπάρχει μια ρητορεία ενός κομματιού των υποστηρικτών της κυβέρνησης ότι η στάση του αντιεξουσιαστικού χώρου δεν βοηθάει μια κυβέρνηση που όλοι στο εξωτερικό και στο εσωτερικό θέλουν να ρίξουν. Το επιχείρημα αυτό επεκτεινόμενο τολμά να μάς κατηγορεί ως συμπλέοντες με αυτές τις δυνάμεις που απεργάζονται την αποσταθεροποίηση. Αντί, λοιπόν, να αναλάβουν την ευθύνη της αποτυχίας και του αδιεξόδου στο οποίο έχουν βρεθεί, να μιλήσουν έντιμα για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί και να ζητήσουν την περαιτέρω νομιμοποίησή τους, κατηγορούν αυτούς που αγωνίζονται ως υπόπτους ή προβοκάτορες. Εμπρός στο δρόμο που χάραξε το ΚΚΕ! Η πρόσφατη μαζική απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων είναι ενδεικτική κι έχει να μας διδάξει πολλά. Το επιχείρημα ότι έγινε ένας αγώνας εκ του ασφαλούς στριμώχνοντας την κυβέρνηση και προσφέροντας επιχειρήματα στους αντιπάλους της για να αντεπιτεθούν, είναι απολύτως γελοίο. Το ότι ο αγώνας φέρνει την καταστολή ή επί του προκειμένου ο αγώνας έφερε χειρότερα αποτελέσματα από ότι θα μπορούσε μόνη της η κυβέρνηση με ηρεμία να περάσει, είναι ένα διαχρονικό επιχείρημα της Αριστεράς που αυτή τη φορά γκρεμίστηκε σαν χάρτινος πύργος. Η μοναδική προγραμματική δέσμευση Παρασκευόπουλου για την κατάργηση των φυλακών τύπου Γ θα έμενε στα συρτάρια του υπουργείου του μέχρι να υπάρξουν ευνοϊκότερες πολιτικές συνθήκες. Και αν πάρουμε υπόψη τις εξελίξεις της διαπραγμάτευσης θα μετατίθονταν για μετά το καλοκαίρι. Ουσιαστικά, όμως, το μετά το καλοκαίρι σημαίνει ποτέ. Γιατί μετά την υπογραφή ενός νέου μνημονίου τίποτα δεν θα είναι το ίδιο, ούτε η κυβέρνηση ούτε το κόμμα ούτε η κοινωνία ούτε οι ανάγκες καταστολής των αγώνων ενάντια στην «αριστερή» πλέον λιτότητα. Όσο για τα υπόλοιπα αιτήματά μας, γι’ αυτά ούτε λόγος δεν θα γινόταν. Η αλήθεια είναι ότι αν οι φυλακές τύπου Γ λειτουργούσαν ήδη για ένα χρόνο, δεν θα υπήρχε και ζήτημα κατάργησής τους για την κυβέρνηση. Κι επειδή κατηγορηθήκαμε από πολλούς -και συντρόφους, δυστυχώς- ότι η απεργία πείνας έγινε για λόγους γοήτρου, αφού ήταν εξασφαλισμένη η κατάργηση των τύπου Γ, στον αντίποδα φέρνω τις προγραμματικές δηλώσεις των υπουργών που τις έχουν ήδη καταπιεί μετά τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, αντιγυρίζοντας τις κατηγορίες για τυφλή εμπιστοσύνη σε μια κυβέρνηση που έχει χάσει κάθε αξιοπιστία και φοβάται τη σκιά της. Γιατί πολλοί θα διαπιστώσουν γρήγορα, και με πικρό τρόπο, ότι η αξιοπιστία μιας κυβέρνησης δεν εξαντλείται στις διαβεβαιώσεις των αριστερών φίλων μας εντός του κόμματος, αλλά στον πολιτικό στίβο της πραγματικότητας και όχι της αφέλειας. Θα διαπιστώσουν, επίσης, ότι είναι διαφορετικό μια κυβέρνηση να έχει την πρόθεση, από το να έχει την πολιτική βούληση να εφαρμόσει κάτι. Και η πολιτική βούληση να αντιπαρατεθεί με το διαπλεκόμενο κατεστημένο των γνωστών οικογενειών που είναι οι πρωταγωνιστές στην αντιτρομοκρατική εκστρατεία δεν υπήρχε από αυτήν την κυβέρνηση. Γι’ αυτό και δεν καταφέραμε να διαρρήξουμε αυτό το άτυπο, αλλά πολύ συγκροτημένο, μέτωπο κατά της ένοπλης πολιτικής βίας που έχει ριζώσει. Το σημαντικότερο των αιτημάτων ήταν αυτό της αποφυλάκισης του Σάββα Ξηρού, ακριβώς για να προκληθεί ρωγμή σε αυτό το μέτωπο. Έγινε σαφές με τις τροποποιήσεις Παρασκευόπουλου για την ηλεκτρονική επιτήρηση και την κατ’ οίκον κράτηση ότι η κυβέρνηση υποτάσσεται στα κελεύσματα αυτού του μετώπου αλλά και τις ευθείες παρεμβάσεις της πρεσβείας και ίδιου του Λευκού Οίκου. Μια απεργία πείνας για λόγους γοήτρου, μόνο και μόνο για να μη μας «χαριστεί» η κατάργηση των φυλακών τύπου Γ, εφόσον ο Σύριζα είχε την πολιτική βούληση να το κάνει, θα άγγιζε τα όρια της γραφικότητας και του εξευτελισμού της ίδιας της πολιτικής. Θα επιδεικνύαμε τη συμπεριφορά ενός μωρού που σταματάει να αναπνέει για να εκβιάσει κάτι που θα του δώσουν αργότερα. Όμως στην πολιτική όλα είναι θέμα ανάλυσης από την οποία προκύπτει και η εκτίμηση. Και η πολιτική εκτίμηση για την έναρξη της απεργίας πείνας στο χρόνο που έγινε ήταν σωστή. Αυτό επιβεβαιώθηκε. Επιβεβαιώθηκε, επίσης, ότι η κυβέρνηση Σύριζα είναι τόσο φοβική που θα κάνει τα πάντα για να δείξει ότι δεν εκβιάζεται από τρομοκράτες και κουκουλοφόρους. Χρησιμοποίησε όλο το πλέγμα του ιδεολογικού της οπλοστασίου, για να συκοφαντήσει το κίνημα αλληλεγγύης και τελικά έφτασε μέχρι την εισβολή στην Πρυτανεία για να προασπίσει τη δημόσια τάξη. Χειρίστηκε μια ήπια κατασταλτική πολιτική απέναντι σε αιτήματα που υπήρχαν για χρόνια στην ατζέντα του κόμματος, δίνοντας δείγματα για το τι θα επακολουθήσει απέναντι σε αγώνας με τους οποίους δεν υπάρχει κανένα κοινό σημείο. Αλήθεια, πώς θα χαρακτήριζε ένας αριστερός – και όχι αναρχικός- μια κυβέρνηση που τοποθετεί βραχιολάκι σε έναν κρατούμενο με 98% αναπηρία! Η απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων ήταν η πρώτη οργανωμένη πολιτική αντιπαράθεση με τη νέα κυβέρνηση. Ήταν μια διαδικασία που ξεγύμνωσε την κυβέρνηση Σύριζα και σκόρπισε τις αυταπάτες που υπήρχαν για την ύπαρξη μιας φιλικής κυβέρνησης. Οφείλουμε να διδαχθούμε από τις σωστές επιλογές που δικαιώθηκαν, τα λάθη που μας στοίχισαν περισσότερο ικανοποιητικά αποτελέσματα, τις παραλείψεις που φτώχυναν αυτόν τον αγώνα από την κάλυψη ολόκληρου του εύρους των αντιπάλων μας και από έναν εποικοδομητικό και προπαντός ψύχραιμο απολογισμό που θα μας οδηγήσει στην επόμενη μέρα. Αυτά που κερδίσαμε δεν είναι σε καμία περίπτωση αμελητέα μέσα στις δύσκολες συνθήκες που βιώνουμε, αλλά σίγουρα δεν είναι ένα ρεαλιστικό επιθυμητό αποτέλεσμα με βάση τις δυνατότητές μας.
Υπάρχει σήμερα μια μεγάλη ευκαιρία για την Αναρχία να υπερβεί τη δικιά της κρίση, τα δικά της αδιέξοδα. Γαλουχημένη σε ένα περιβάλλον που τα προτάγματα της αντικαθεστωτικής Αριστεράς ενάντια στον ιμπερεαλισμό, την πάλη των τάξεων ξέφτιζαν και έφευγαν από το προσκήνιο του αγώνα και τη θέση τους έπαιρνε η ευρωπαϊκή Αυτονομία με τα προτάγματα παρέμβασης σε επιμέρους κοινωνικά ζητήματα, ακολουθεί εδώ και χρόνια μια πορεία στο περιθώριο της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Ως γνήσιο παιδί της ευρωπαϊκής Αυτονομίας ανήγαγε την πολιτική σε δαιμόνιο που ταυτίζεται με την εξουσιαστική παιδεία. Ο αυτοακρωτηριασμός αυτός συνιστά ένα από τα μεγαλύτερα δομικά προβλήματα της Αναρχίας. Αν στην προηγούμενη δεκαετία μπορούσε να δικαιολογηθεί μια κουλτούρα ρηγμάτωσης μέσω τοπικών παρεμβάσεων ή ενασχόλησης με ζητήματα όπως ο καταναλωτισμός, το θέαμα, η σεξουαλική απελευθέρωση, σήμερα μόνο ως ανέκδοτο θα μπορούσαν να ειδωθούν. Γιατί η κρίση είχε και τα θετικά της. Απλοποίησε κατά πολύ τα προβλήματα των ανθρώπων, τα κατηγοριοποίησε γύρω από την επιβίωσή τους. Η συγκεντρωτικοποίηση, λοιπόν, των κοινωνικών ζητημάτων επιβάλλει και τη συγκεντρωτικοποίηση του αγώνα. Είναι σήμερα, περισσότερο από ποτέ, ανάγκη να ιεραρχηθούν οι προτεραιότητες του αγώνα σε εναρμόνιση με τα κεντρικά ζητήματα που απασχολούν την κοινωνία. Τα μεγάλα ζητήματα της εγχώριας κρίσης, αλλά και τα γεωπολιτικά που συνδέονται με αυτά. Η κοινωνία απαιτεί λύσεις εδώ και τώρα, απαντήσεις στα ερωτήματά της, στα διλήμματα που έχουν τεθεί, στα αδιέξοδα που συναντά. Οι λύσεις που ψάχνει απαιτεί ταυτόχρονα να προέρχονται από αξιόπιστους φορείς. Γιατί μία πρόταση από μόνη της δεν έχει καμία αξία παρά αυτή που της προσδίδει ο φορέας της. Και δυστυχώς σήμερα η Αναρχία δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι είναι ένας αξιόπιστος φορέας προτάσεων ή λύσεων. Στην πολιτική, όμως, δεν υπάρχει κενό. Με την κυβέρνηση Σύριζα να φθείρεται από τον αδιέξοδο δρόμο που ακολουθεί, οι προσδοκίες της κοινωνίας αναπόφευκτα θα ανατεθούν σε άλλους σχηματισμούς. Η χρεοκοπία της Αριστεράς θα είναι τέτοια σε έκταση που θα συμπαρασύρει κάθε ψήγμα αισιοδοξίας που καλλιεργήθηκε ότι δηλαδή μια κατεύθυνση σύγκρουσης με την Τρόικα είναι εφικτή. Είναι πιο πιθανό να γυρίσουμε σε μια κατάσταση πλήρους ματαιότητας και υποταγής στα παραδοσιακά ή τα μετασχηματισμένα μνημονιακά κόμματα, παρά στη Χ.Α. Το μνημόνιο θα κυριαρχήσει και το κενό θα καλυφθεί. Η συντηρητική ελληνική κοινωνία θα επιλέξει έναν αξιόπιστο σίγουρο δρόμο, ακόμη κι αν αυτός την οδηγεί σε αργό θάνατο. Θα μείνουμε πάλι μόνοι να αγανακτούμε και να βρίζουμε μια κοινωνία που μετά από 40 χρόνια κοροϊδίας θα ψηφίσει πάλι τους ίδιους που την οδήγησαν στην καταστροφή. Η επιλογή αυτή προφανώς και δεν έχει να κάνει με το ότι χαρακτηριζόμαστε από μαζοχισμό ως λαός. Αυτός ο λαός εμπνέεται από οράματα, κινητοποιείται από ιδέες αλλά εμπιστεύεται και προχωράει πάνω σε σίγουρους δρόμους. Θέλει οι προτάσεις που ακούει να είναι χειροπιαστές, ρεαλιστικές. Να έχουν συνάφεια με την καθημερινότητά του. Ως αναρχικοί έχουμε ρίξει όλο το βάρος της απεύθυνσής μας στο οραματικό στοιχείο της θεώρησής μας. Όμως αυτό δεν μπορεί να κινητοποιήσει παρά μόνο την εξεγερτικότητα των νέων. Γι’ αυτό η ανανέωση των γραμμών μας γίνεται σχεδόν αποκλειστικά από τη νεολαία. Όμως, οι εξεγέρσεις γίνονται από τους νέους και οι επαναστάσεις από όλους μαζί, είναι ζήτημα όλης της κοινωνίας. Δεν αρκεί, σήμερα, να μιλάμε για την πανανθρώπινη αλληλεγγύη των λαών σε ένα κόσμο χωρίς σύνορα, χωρίς χρήμα, χωρίς στρατούς όπου θα υπάρχει πλούτος για όλους σύμφωνα με τις ανάγκες του. Αυτό το όραμα είναι απαραίτητο για να ζεσταίνει τις καρδιές μας, να διατηρεί τη φλόγα στο βλέμμα μας και να κεντρίζει την προσοχή του συνομιλητή μας. Είναι απαραίτητο, για να δίνει την επαναστατική προοπτική στη σημερινή δράση μας, για την εναρμονίζουμε με τη στόχευση σε μια κοινωνία δίχως κράτη και εξουσία. Δεν αρκεί όμως για να συζητήσουμε σοβαρά αυτή τη στιγμή με τα σημερινά δεδομένα την οργάνωση μιας κοινωνικής επανάστασης στον τόπο μας που θα είναι βιώσιμη. Γιατί ο ρεαλισμός μιας επανάστασης στην Ελλάδα, δυστυχώς, προϋποθέτει και φύλαξη συνόρων από ενδεχόμενες στρατιωτικές απειλές (δύναμη ταχείας επέμβασης του ΝΑΤΟ, Τουρκία, ISIS…) κι ένα υποτυπώδες νόμισμα, για να εξυπηρετεί τις εισαγωγικές ανάγκες του λαού (εκτός αν κάποιος νομίζει ότι γίνεται πόλεμος χωρίς πετρέλαιο) ή το συναλλαγματικό απόθεμα του τουρισμού (εκτός αν απαγορεύσουμε τον τουρισμό ή ταΐζουμε τζάμπα τους Γερμανούς που αγαπούν τα νησιά μας) και στρατιωτικοποιημένες πολιτοφυλακές που θα αναλάβουν την υπεράσπιση της επανάστασης και την ασφάλεια του λαού (εκτός αν πιστεύουμε ότι η διάχυση του διαφωτισμού στους λαούς της Ν.Α. Μεσογείου είναι τέτοια που θα επιλύονται άμεσα και πολιτισμένα όλες οι αντιδικίες). Η οραματική διάσταση της Αναρχίας είναι η ζωογόνα και κινητήρια δύναμη του αγώνα μας. Η ρεαλιστική διάσταση θα πρέπει να γίνει ο μοχλός του μετασχηματισμού μας σε αξιόπιστη πολιτική δύναμη. Αντικαθεστωτική, αντιεξουσιαστική, αντικοινοβουλευτική, επαναστατική πολιτική δύναμη.
Το δίπολο μνημόνιο – αντιμνημόνιο δεν είναι μια τεχνητή διάκριση εκτός της κοινωνίας. Ανταποκρίνεται σε ένα πολύ πραγματικό δίλημμα. Στο αν αυτός ο λαός θα συνεχίσει να ζει δεσμευμένος από ένα δυσθεώρητο χρέος που θα πρέπει να πληρώνει για δεκαετίες, με την οικονομία του κατεστραμμένη και κάθε προοπτική ανάπτυξης νεκρωμένη και με τον απόλυτο έλεγχο της Τρόικα στα εσωτερικά του τόπου ή αν θα αποδεσμευθεί από τις εξαρτήσεις, θα πάρει τον έλεγχο της οικονομίας στα χέρια του και θα δώσει την ελπίδα για μία νέα προοπτική για τον τόπο και το μέλλον του. Το δίλημμα μνημόνιο – αντιμνημόνιο δεν είναι ένα επιμέρους ζήτημα, είναι το κυρίαρχο ζήτημα της κρίσης. Το λάθος που έκανε ο «χώρος» να μην παρέμβει πολιτικά με όλες του τις δυνάμεις και συντονισμένα στις πλατείες των αγανακτισμένων, τότε που τα αφτιά του κόσμου είχαν ξεβουλώσει, οι καναπέδες των μικροαστών είχαν αδειάσει και ο οργή περίσσευε, θα πρέπει να μας διδάξει κάτι. Τότε βρίζαμε τους αγανακτισμένους ότι δεν ήταν αναρχικοί. Περιμένουμε πρώτα να γίνει η κοινωνία σαν κι εμάς και μετά να αξιώσουμε την απεύθυνσή μας. Αν δεν είναι αυτό ελιτισμός, τότε τι είναι; Η κοινωνία διψάει για λύσεις και προτάσεις κι εμείς απαντάμε με οραματικά, σχεδόν «μεσσιανικά» προτάγματα περί παγκοσμιοποίησης της αλληλεγγύης και συναδέλφωσης των λαών. Σε ζητήματα της κρίσης, στα διλήμματα του μνημονίου δεν μπορείς να απαντάς μόνο με οράματα ούτε όμως μόνο με σπασίματα περιπολικών της τροχαίας ή αποκεφαλισμούς αγαλμάτων. Και οι δύο διαστάσεις αυτές είναι αρκετά χρήσιμες μόνο για τη διατήρηση μιας εξεγερτικής διάθεσης της νεολαίας. Δεν θα έπρεπε καν να μας απασχολούν ως θέματα αν τα πράγματα δεν ήταν τόσο σοβαρά. Όμως, η αξιοπιστία μας ως πολιτικού χώρου κατακρημνίζεται όταν ανάγουμε τα δύο τελευταία παραδείγματα ως απαντήσεις σε μια νέα κυβέρνηση, αντί να σχεδιάζουμε συλλογικά στρατηγικές απαντήσεις. Κάθε πράξη μας θεωρείται και ως πρόταση στην κοινωνία, γιατί αυτή ενδιαφέρεται για τις θέσεις μας. Ήταν, λοιπόν, η καφρίλα της Νομικής πολιτιστική πρόταση και πράξη αλληλεγγύης στους πολιτικούς κρατούμενους; Το ερώτημα δεν τίθεται ως καταδικαστικό, αλλά ως διερευνητικό.
Η Αναρχία έχει κάνει τα τελευταία χρόνια άλματα σε θεωρητικό επίπεδο. Η εξέγερση του 2008 βοήθησε προς αυτήν την κατεύθυνση. Η δουλειά που γίνεται από ομάδες και συντρόφους είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη. Τα κείμενα που βρίσκει κανείς στο διαδίκτυο δείχνουν ότι υπάρχει μεγάλη πρόοδος. Αυτό σημαίνει ότι οι αναρχικοί ψάχνονται, διαβάζουν, αναρωτιούνται και κατανοούν ότι πρέπει να ανακαλύψουν νέα εργαλεία ανάλυσης για να αντιμετωπίσουν μια νέα κατάσταση. Η συνειδητοποίηση αυτή δείχνει ότι βρισκόμαστε στο σωστό δρόμο. Δεν αρκεί όμως αυτό. Οι προκλήσεις είναι τεράστιες και η αμεσότητα της επίλυσής τους επιτακτική. Η Αναρχία οφείλει να σκεφτεί το ενδεχόμενο μιας μετάβασης από ένα κοινωνικό κίνημα με πολιτικές καταβολές που είναι σήμερα σε ένα πολιτικό κίνημα με κοινωνική απεύθυνση. Οφείλουμε να ανακαλύψουμε πάλι την έννοια της πολιτικής, τη θεωρία εκείνη που γειώνει τα οράματά μας στις πραγματικές συνθήκες του κοινωνικού ανταγωνισμού. Να μπολιάσουμε την τέχνη του εφικτού με το πάθος της ουτοπίας μας. Πολιτική σημαίνει ιεράρχηση των σημαντικών από τα δευτερεύοντα που μπορεί να περιμένουν. Δεν μπορεί το γήπεδο της ΑΕΚ να είναι τον Ιούνη του 2014 πιο σημαντικό ζήτημα από την ψήφιση του νόμου για τις φυλακές τύπου Γ. Ούτε και οι φυλακές τύπου Γ σήμερα πιο σημαντικές με την έννοια της αποκλειστικής ενασχόλησης με αυτό από την παραμονή ή όχι της χώρας στην ευρωζώνη και τη συμφωνία της 20ης Φλεβάρη. Δεν πρέπει να μηδενίζουμε τίποτα ούτε ξαφνικά να αποσύρουμε τις τοπικές μας παρεμβάσεις και τους δεσμούς που έχουμε συνάψει με την κοινωνία. Ευτυχώς είμαστε πολλοί και ικανοί να έχουμε πολύπλευρες δραστηριότητες. Όμως αυτά που θα καθορίσουν το μέλλον ενός ολόκληρου λαού θα καθορίσουν ταυτόχρονα και το μέλλον των τοπικών κοινωνιών και όχι το αντίστροφο. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις έχουν θέσεις για το μνημόνιο, το χρέος, την ευρωζώνη, το ΝΑΤΟ, την οικονομία, το μεταναστευτικό. Προφανώς και διαφωνούμε με όλους, αλλά αυτές οι θέσεις είναι η προϋπόθεση της αξιοπιστίας τους. Γιατί τοποθετούνται πάνω στα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας και όχι του κοινοβουλίου. Η δικιά μας θέση ως πολιτικού χώρου απλά δεν υπάρχει. Γι’ αυτό αν πραγματικά θέλουμε μία επανάσταση στην Ελλάδα, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τα βασικά.
Κώστας Γουρνάς, φυλακές Δομοκού